Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2016

Σκιές και Άνθρωποι

Μου είπες για τη μητέρα σου που χάθηκε και κοίταξα αλλού και κοίταξα κάτω και σ' ακουγα, μ' από κείνη τη στιγμή δεν έφτανε κανένα απ'τα λόγια σου τ'άλλα για να σε ξέρω.
Ήταν τέτοιο το κενό που μας έδενε που κάθε σου πρόταση ήλπιζα να τελειώσει με το "και έτσι έφυγε" και "ένιωσα μόνος" και "ήμουν τόσων χρονών" και "δεν με ήξερα", και "ίσως δεν με ήξερε ούτε κι εκείνη."
Σε κοιτούσα έτσι που στεκώσουν ολόκληρος στη μέση του δωματίου να μιλάς σαν να μαι δίπλα σου και αναρωτιόμουν από πότε γνωρίζω σκιές και νομίζω πως ξέρω τους ανθρώπους τους ίδιους. Σε άκουγα μέσα στις παύσεις ψάχνοντας να βρώ κάποια οικοιότητα με το μέσα σου το ξένο, σαν να την άξιζα, σαν να τη χρωστούσα
Στις μικρές αποστάσεις του δωματιου με πονούσε πως άντεξε να χωρέσει τόση απουσία. Υπέθεσα έτσι ξεκινούν οι διαδρομές, από μακριά. Κατακάθησε η νύχτα, καθυσηχάστηκα κι εγώ. Ανοιξα βήμα με το φορτίο του αγνωστου, (εσύ μιλούσες), με το φορίο του ξένου περπάτησα που ελπίζει ο δρόμος που τον οδηγεί να τον περάσει για δικό του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου