Κυριακή 15 Ιουλίου 2012

Αποχαιρετισμοί


Αποχαιρετώ εσένα, τον έρωτα
που έφυγες άσπιλος και ακέραιος
και άφησες εμένα,
Ένα κορμί  τελευταίο,
να πνιγεί στις στάχτες.
Αποχαιρετώ τα χρόνια που ήρθαν
με χαμόγελα και
χαιρετίζω εκείνα που θα ‘ρθουν
χωρίς εσένα,
χωρίς Εσένα
και χωρίς εμένα κάποιες φορές.
Μα πιο πολύ αποχαιρετώ τα λιμάνια,
Και τις ακτές που ήσουν,
Αφού θα ‘μαι  πια το φως πάνω σ’ ένα κύμα
Να χτυπάει τα πλοία που περνάνε
Και τα σύννεφα που ταξιδεύουν
Να το παρασύρουν σε κάποιο κενό
Που δεν θα υπάρχεις
για να μην μπορώ να ζήσω
Χωρίς
εσένα.

Προσευχές


Με τα χέρια ανοιχτά και τα πόδια κεντημένα στο κύμα
γίνομαι ο Χριστός.
Κι εσύ η Παναγιά που μου πλέκει στεφάνια.
Πεθαμένος στα κύματα, με μυρώνεις εσύ
κι η αγκαλιά σου το μύρο
Με στεφανώνεις εσύ
και η ψυχή σου στεφάνι.
Ένδοξο.
Μ’ ακολουθεί  ο Θεός ασυννέφιαστος
Αν είναι κάτι ο Θεός
ας είναι τώρα, το τώρα
ας είναι  ο ήλιος,
που στεγνώνει τις κορυφές του κορμιού μου
ας είναι η αρμύρα που μου καίει τα ρουθούνια
όταν αναπνέω την αγάπη μας τη μουσκεμένη
όταν με σταυρώνει το κύμα.
Μέσα του σ’ ακούω σαν ντέφι να παλεύεις,
εσένα, άνεμος παγιδευμένος
Να σε ζητούν οι ουρανοί στους βράχους μη και φανούν τα’ αστέρια και σε πνίξουν σε μια σιωπή
Μη και φανούν οι ερινύες να σε χορέψουν στη θάλασσα
Παραμονεύει ο ήλιος το δειλινό να πνιγεί στα κύματα
Κι εσύ, το φεγγάρι,
 ν’ αποζητάς την Παναγιά
Δικιά σου.

Τρίτη 3 Ιουλίου 2012

Το φύκι


Ξεχασμένο με γνώρισε ένα φύκι.
Πλάγιασε στο κομμάτι εκείνο της κοιλιάς πλάι στα δυο κόκαλα
που βαστούν την ανθρωπότητα σαν ξύλα,
να κρατηθεί απ’ τα κύματα,
να τσουρουφλιστεί απ’ το κορμί
και τον ήλιο που τον κοιτά σα δαίμονας να το τελειώσει.
Κείνο, αρμένης.
Περίπατος που δεν τελειώνει η θάλασσα,
σαν τη μόρφωση, απύθμενη, απέθανη.
Ν ’ακουμπάς την κεφαλή σου στα κύματα,
να ρουφούν τις ώρες,
να σπρώχνουν το κεφάλι με φούρια,
με θυμό,
μην το βουλιάξουν οι στεναχώριες
μην το πνίξουν τα βουνά απάνθενέ σου
μην το ξεχάσει η ζωή ολότελα.
Και ποιος θα το χαιρετήσει τότε;
Ποιος θα του πάρει τ’ αστέρια απ’ τα μάτια;
Γιόμα
Έτσι γίνηκα
Κι ας μ’ έκαψε η άνοιξη
Εγώ πάντοτε  θ’ αγαπώ ένα καλοκαίρι.

Κυριακή 10 Ιουνίου 2012

ωδή στα όνειρα


Μοιάζουν οι σκέψεις μου σαν θρανίο σχολείου με ανώριμες ζωγραφισμένες καρδιές και σε θέλω ανόητα και αστόχαστα. Το ίδιο και η ζωή μου νομίζω. Ένα φουσκωτό παιχνίδι της παιδικής μας ηλικίας παραγεμισμένο με όνειρα ξεβγαλμένα απωθημένα ατελείωτα, μια βιασμένη αθωότητα που κυνηγά να αναπληρώσει ότι χαμένο. Στεγνώνει από αγάπη από τα πάντα στεγνώνει και ο χυμός της λάδι να ανάψει το καντήλι της υπόλοιπης ζωής μας μην και δούμε σκοτάδι. Τι είμαι και τι μου είσαι; Ζούμε με ανθρώπους να μάθουμε γι αυτούς και για τους δυο μας και δεν μαθαίνουμε ποτέ. Καμία φορά νομίζω ότι φτιαχτήκαμε να ζούμε όπως ο Κεν και η Μπάρμπι , άβουλα. Κυνηγώντας τα όλα, συμφέροντα  φτηνά αγορασμένα απ τη λαϊκή των ονείρων με μια ταμπέλα βαφτισμένα ιδεολογία. Καμιά φορά νομίζω ότι ζούμε για κάτι σπουδαίο, σαν ένας τζόγος όλα η τίποτα, ζεις ή για το όλα ή πεθαίνεις σε ένα τίποτα. Κι αν πεθάνεις πριν το όλα ίσως γυρίσεις σε ένα κάτι. Το κενό μας ψάχνουμε σ’ εκείνους που μας αγαπούν λες και ξέρουν τίποτα για την αγάπη. Ποιος ξέρει για την αγάπη;

Τρίτη 5 Ιουνίου 2012

Πολυτεχνείο




Το παρακάτω κείμενο μπορεί να μην χαίρει καμίας λογοτεχνικής αξίας. Χαίρει όμως βαθιάς απελπισίας απέναντι στον εκφυλισμό των ιδεών στον οποίο και είναι αφιερωμένο. Πηγή του αποτελεί το τηλεοπτικό έγκλημα που διακινείται καθημερινά ελεύθερο στο πολιτικό μα πολύ φοβάμαι και συνειδησιακό γίγνεσθαι της Ελλάδας .

Είμαι μόλις 19 χρονών. Δεν έχω κατακτήσει τον κόσμο, δεν έχω πτυχία, παιδιά, χρόνια στην πλάτη μου. Θα ήθελα πολύ να κρυφτώ πίσω από την απειρία και την άγνοιά μου αυτή και να σιωπήσω, μα όταν βλέπω ανθρώπους αγνώμονες και ανόητους ταυτόχρονα να αγορεύουν τόσο βέβαια, (η νεοελληνική μου εκπαίδευση σπεύδει να με διορθώσει: «ξεδιάντροπα» είναι η σωστή λέξη) νιώθω πως δεν είναι καιρός αυτός για ντροπές, για ήρωες, και ρομαντικούς και πως σε καιρούς τέτοιους να σιωπάς και να απέχεις θα πει να συναινείς.

Έτσι, είναι αυτά που πιστεύω που δεν μ’ αφήνουν να σταματήσω να γράφω αυτή τη στιγμή. Είναι αυτά που πιστεύω που δεν μου επιτρέπουν να σιωπήσω απέναντι σε έναν από τους παράγοντες σήψης της ελληνικής κοινωνίας που με την «ελληνική του καρδιά» και τις δημαγωγικές γελοιότητές του διανοείται να κάνει λόγο για τα γεγονότα της 17ης Νοεμβρίου του 1973.

Πριν κατακερματίσω οποιαδήποτε μορφή στοιχειώδους επιχειρήματος προσπάθησε να συντάξει ο κύριος (η νεοελληνική μου εκπαίδευση σπεύδει να με διορθώσει και πάλι, «γελοίος» είναι η σωστή λέξη) Μηχαλολιάκος στην παραπάνω συνέντευξη, θέλω να αναφερθώ πρώτα σε κάτι πιο βαρυσήμαντο: στην ουσιαστική σημασία του Πολυτεχνείου.

Ποια είναι λοιπόν η σημασία της φοιτητικής εξέγερσης του ‘73 με κορύφωση τα ξημερώματα της 17ης Νοεμβρίου; Αρχικά, πρόκειται για μια εξέγερση ιδεολογικού χαρακτήρα. Τι θα πει αυτό; Θα πει ότι δεν ήταν υποκινούμενη οικονομικών και υλικών συμφερόντων, δεν πρόκειται, για παράδειγμα, για εργαζόμενους που εξαναγκάστηκαν να εξεγερθούν έναντι σε καταπιεστικές συνθήκες εργασίες ή εξαθλιωτικούς μισθούς. Ταυτόχρονα, ήταν μια εξέγερση οικιοθελής. Η στάση των εργαζόμενων αποτελεί λύση ανάγκης μπροστά στο ενδεχόμενο της φτώχειας κατάσταση που διακινδυνεύει την ατομική επιβίωση. Αντίθετα, η φοιτητική εξέγερση κινητοποιείται από τα ιδανικά της ακαδημαϊκής ελευθερίας, μια ελευθερία που σε αντίθεση με εκείνη του υποσιτισμού και της εξαθλιωμένης υγείας που υπονοούν αμελητέοι μισθοί και απαράδεκτες, ανασφάλιστες συνθήκες εργασίας δεν είναι προϋπόθεση επιβίωσης.  

Η στάση λοιπόν των φοιτητών ήταν μια στάση αυταπάρνησης, μια δήλωση απόρριψης στον υλισμό και τον εκμαυλισμό και εξευτελισμό των προσωπικών και κοινωνικών ελευθεριών. Το συμβάν της 17ης Νοεμβρίου μας κάνει να θυμόμαστε πως ο άνθρωπος διαφοροποιείται από τα ζώα σε τούτο: Ζει και κινητοποιείται από έννοιες που στέκουν μεγαλύτερες, κυριότερες του οικονομικού, υλικού και προσωπικού συμφέροντος, από ΙΔΕΕΣ και ΙΔΑΝΙΚΑ. Για όλους τους παραπάνω λόγους λοιπόν το Πολυτεχνείο αποτελεί σημείο σταθμό στην πολιτική ιστορία της χώρας. Μια σημασία που παραμένει παντελώς ανεξάρτητη κι αδιάφορα αναλλοίωτη από το αν οι νεκροί ήταν 83 ,15, ένας ή από το αν ήταν εντός του Πολυτεχνείου, εκτός, ένα στενό παρακάτω, δίπλα στην πόρτα, κάτω από το πανό, πάνω στο μπαλκόνι, πίσω από το παράθυρο και το αν την πόρτα την έριξε τανκς, ο αέρας ή η τρίαινα του Ποσειδώνα.

Ύστερα από το παραπάνω μπορείτε και να σταματήσετε να διαβάζετε αν θέλετε. Θα ήμουν εξίσου ικανοποιημένη. Αυτό που ακολουθεί δεν είναι παρά η απανθράκωση των -ιστορικά πιστεύω- χυδαίων ιδεών των οποίων τελεί φορέας το συγκεκριμένο πρόσωπο και μια παράθεση του ποιά κατά τη γνώμη μου είναι η υποκείμενη ουσία των ιδεών αυτών για την τρέχουσα πολιτική δραστηριότητα.

Έχοντας εξετάσει το γιατί και το πόσο σημαντική λάμψη αποτελεί το Πολυτεχνείο για την πολιτική διάσταση της χώρας και εκμεταλλευόμενη την αρχική δήλωση του ερωτηθέν πως «Ζώντας τη σημερινή κατάσταση δεν πιστεύω πως [η δικτατορία] ήταν το απόλυτο κακό όπως παρουσιάστηκε στη συνέχεια» έχω να πω 2 πράγματα.

Πρώτον, ότι η σημερινή κατάσταση δημιουργήθηκε και στερεώθηκε από τον αποδεκατισμό της πολιτικής και κοινωνικής συνείδησης και την αποστέωση οποιαδήποτε ιδεολογικής ανάμνησης άφησε το Πολυτεχνείο. Αυτό που τροφοδοτεί την σημερινή κατάσταση δηλαδή, είναι η απουσία αναγνώρισης και έμπνευσης από τις εκείνες ιδέες και η αντί-διαμετρική καθιέρωση της αδιαφορίας απέναντι στην πολιτική ανευθυνότητα και ασύδοτη κοινωνική διαφθορά. Μία απουσία αναγνώρισης την οποία φυσικά και αντί να καταδικάζει ο Κύριος Μηχαλολιάκος, την ανακυκλώνει! Αντί δηλαδή, σαν πολιτικός του σήμερα να υπογραμμίζει τη σημαντικότητα των ιδεών της τότε εξέγερσης και να τις προτάσσει ως πηγή έμπνευσης και ανάκαμψης του τωρινού ελληνικού τέλματος τις ευτελίζει. Αποτελεί έτσι, θλιβερό παράδειγμα ακροδεξιού αβανγκαρντισμού παίρνοντας ακραίες θέσεις που εξυπηρετούν την υποστήριξη ορισμένων κοινωνικών ομάδων, θέσεις  τις οποίες δικαιολογεί με γελοίους λαϊκισμούς όπως το που κατέληξε η Δαμανάκη, ο Παπαχρήστος και άλλα πρόσωπα του Πολυτεχνείου σήμερα.

Δεύτερον, θα ήθελα να επιμείνω και να εμβαθύνω λίγο παραπάνω στη σημασία «της μη-αναγνώρησης των ιδεών της εξέγερσης» από έναν σημερινό πολιτικό, τον Μηχαλολιάκο και τον κάθε Μηχαλολιάκο, με το αντεπιχείρημα πως τελικώς η δικτατορία δεν ήταν τόσο κακή. Ισχύει ότι οι ουσιαστικές αλλαγές στην καθημερινή ζωή ήταν μικρές για την πλειοψηφία και πως αν κανείς επιθυμούσε να ζήσει έξω από την πολιτική ζωή της Αθήνας σαν «φιλήσυχος», «ευνομούμενος» πολίτης, μπορούσε να εξακολουθήσει τη ζωή του ανενόχλητα, υπογράφοντας τη συνθήκη υποστολής και υποβολής των πνευματικών δικαιωμάτων του στο κράτος. Γιατί εκεί ακριβώς έγκειται η διαφορά: Όχι στην καθημερινή μα στην πνευματική ζωή. Εκείνη ήταν που ασφυκτιούσε. Και το να βλέπω ένα πολιτικό του σήμερα να αγνοεί τη σημαντικότητα της πνευματικής και ιδεολογικής ανθρώπινης υπόστασης είναι κάτι που ενώ με τρομοκρατεί δεν με εκπλήσσει.

Δεν με εκπλήσσει γιατί είναι η Ιδεολογία που λείπει από την πολιτική της Ελλάδας. Είναι το όραμα. Είναι ο ηγέτης. «Προδότης», είπε ο Θουκυδίδης, «δεν είναι μόνο αυτός που φανερώνει τα μυστικά της πατρίδας στους εχθρούς, αλλά είναι και εκείνος που ενώ κατέχει δημόσιο αξίωμα, εν γνώσει του δεν προβαίνει στις απαραίτητες ενέργειες για να βελτιώσει το βιοτικό επίπεδο των ανθρώπων πάνω στους οποίους άρχει.» Μα σήμερα για κάποιο λόγο ο πολιτικός έχει πάψει να υποχρεούται να είναι ηγέτης, να φέρει το βάρος της ευθύνης του λαού και του καθήκοντος να είναι ο πρώτος που θα πεινάσει και ο τελευταίος που θα φάει. Ο πολιτικός δεν χαίρει πλέον κανενός ιδεολογικού αξιώματος και φτάνει να είναι ένα ακόμη μισθωτό επάγγελμα όπως ο υδραυλικός, ή ο κηπουρός που περισσότερη προσωπική ευθύνη φέρουν για τη λειτουργικότητα της βρύσης και του κήπου μας απ’ ότι ο πολιτικός για τη ζωή μας. Και σκέφτομαι: Μήπως ζούμε στον αιώνα της ιδεολογικής άνοιας;;; «άντε γιατί αυτή ή παραμύθα του Πολυτεχνείου πολύ κράτησε»…

Τέλος, όσο για το ποιος ήταν αθώος και ποίος όχι ένταλμα αθώωσης υπάρχει και για τον αστυνομικό που πυροβόλησε τον Αλέξη Γρηγορόπουλο ο οποίος αν και χαμηλόμισθος υπαλληλάκος βρέθηκε με συνήγορο υπεράσπισης τον Κούγια. «Κύριε» Μιχαλολιάκο την ημέρα που το κράτος θα καταδικαστεί απ’ την «κρατική δικαιοσύνη» για τα εγκλήματά του θα κρεμαστεί και ο τελευταίος γραφειοκράτης. Μέχρι τότε εσείς μπορείτε να ζείτε έτσι:


 
Εμείς οι υπόλοιποι πάλι προτιμούμε να στεκόμαστε ακόμη στα δύο πόδια δικαιολογημένα.

Σάββατο 26 Μαΐου 2012


Σηκώθηκαν τα φεγγάρια κόκκινα
Και έσυραν τις σκιές απ’ τα κλαδιά, μαλλιά γυναίκας παρθένας
Αθώας που αφοσιώνεται ασύδοτα
το πρόσωπο της το ολόλευκο στη νύχτα.

Τα μαλλιά της μαύρα και η φωνή της άπατη.
Ένα βάθος άγνωστο και αγνώριμο στην άμμο.
Έρχεται η θάλασσα κάτω απ’ το φεγγάρι αλλοπαρμένη
Να τη σπάσει τη φωνή της στα κύματα τα νυσταγμένα
Βογκάει το φεγγάρι και η άμμος γλιστράει ανάμεσα απ’ τα δάχτυλά της
Τα τριανταφυλλένια
Τα αγκαθόπλεκτα

Πότε θα μας φιλέψεις μια δίψα χρυσάφι;
Μιλούν οι μέρες οι πυρόξανθες που καθαιρούν τη μνήμη της την παιδική
Απόψε
Σ’ ένα κόκκινο φεγγάρι γεννιέται ο άνεμος
Ζηλεύει η νύχτα
Κι αφουγκράζονται τα πεφταστέρια μια σταλιά ουρανό
Που ματώνει μολύβι
στα παραθυρόφυλλα της καρδιάς σου της νέας και της ξένης.

Τετάρτη 16 Μαΐου 2012

Υποβολή


Ανάμεσα από τα κάγκελα του μπαλκονιού του σπιτιού σου αφουγκραζόμουν τον ίσκιο της νύχτας. Κρέμονταν τα πόδια μας στη σιωπή και στο τραγούδι του γκιόνι το νυχτερινό που ρυθμικό σταμάταγε ν’ αρχίσει απ’ την αρχή, σαν την καρδιά σου. Πρώτη φορά έφερα το φεγγάρι τόσο κοντά στα χείλια μου. Το έβλεπα να καθρεφτίζεται στα πόδια σου, στις ομορφιές και τις ατέλειες τους  κι ερωτευόμουν τη στιγμή μέσα από εσένα που παρατηρούσες μέχρι και τη μυρωδιά απ’ τα νυχτολούλουδα που ταξίδευε κάπως μεθυσμένη στην υγρασία του Αυγούστου. Δεν ήξερα τι σήμαινε αυτό. Όταν σε κοιτούσα όμως καταλάβαινα. Δεν μου άρεσε η ποίηση αλλά άρεσε σε σένα τόσο που καμιά φορά νόμιζα πως ήσουν ποίημα. Να σε διαβάσω κι ας μην σε καταλαβαίνω, να σε νιώσω κι ας μην μπορώ να σ’ εξηγήσω σε κανέναν. Τα χέρια σου ήταν βαλμένα να στηρίζουν το σώμα σου. Και τα δικά μου, να σε μιμούμαι. Κι ας ήθελα να τα τυλίξω γύρω σου, η νύχτα δεν μ’ άφηνε, δεν είμαι άντρας ακόμη μα όταν θα γίνω θα σ’ αγκαλιάζω όποτε θέλω. Έτσι έχω αποφασίσει. Τα μαλλιά σου έπεφταν στα χέρια σου, στις παλάμες και στο τσιμέντο να το ντύσουν απ’ το σκοτάδι κι εγώ κουνούσα τα πόδια μου αμήχανα να γίνω εκείνο που ψάχνεις και να μείνω εγώ που γνωρίζεις. Τι να σκέφτεσαι όταν χαμογελάς;  Ύστερα με κοίταξες και χαμογέλασες ξανά σαν να ήσουν ερωτευμένη. Ο έρωτας καμιά φορά είναι εκείνο το αμήχανο αστείο που έκανα για να γελάσεις, να μην προσέξεις πως σ’ αγαπάω. Το μπαλκόνι του σπιτιού σου ήταν πολύ ψηλά. Πώς και δεν είχαμε ανέβει ποτέ εδώ; Σκεφτόμουν πως μάλλον έφταιγε η θεια σου. Ή η ποίηση που θέλει συνέχεια να βλέπεις τριγύρω σου και την παραμικρή σπιθαμή του κόσμου. Την αράχνη που πλέκει τα νήματα της σαν τις μοίρες την κάνει γυναίκα να ξαπλώνει στην αιώρα του Μπάτη.  Όσο σε κοιτάζω τόσο πιο όμορφη μου φαίνεσαι. Έβαλες το χέρι σου πάνω στο δικό μου και τ’ αστέρια άστραψαν και η καρδιά μου αναπήδησε. Κι ας με κοιτούσαν τα μάτια σου ζαλισμένα απ’ τον έρωτα «Χάνονται οι αγάπες» μου είπες. Σε κοίταξα και σκέφτηκα τι θα πει να είσαι άντρας, και θυμήθηκα τ’ αστεία σου και το γέλιο σου. Θυμήθηκα να με πνίγεις στη θάλασσα, να μου χύνεις το νερό μου όταν το πίνω και να θυμώνω, να μου φωνάζεις όταν σε πειράζω.
«Όχι η δική μας».

Τρίτη 15 Μαΐου 2012

Μια χάρη


Έδεσα τα χέρια μου σ ’ένα κατάρτι ,
στις τρικυμίες να με σύρει,
να μάθω τι θα πει να ζεις.
Κι έσφιγγε ο κόμπος στα χέρια μου και πονούσα,
μα δεν άφηνα τον πόνο να τρέξει στο σώμα μου.
Από αδυναμία να τρέξει.
Και φώναζα σ αγαπώ στη θάλασσα,
λες και ξέρω δα τι σημαίνει
Μόνο τον εαυτό μου αγαπούσα λέει.
Ποτέ πραγματικά τίποτες.
Κι όσο έσφιγγε ο κόμπος έκλαιγα, μα η καταιγίδα με σκέπαζε, να βρέχει
να μην γνωρίζω αν ζω ή αν με ζει ο κόμπος στο κατάρτι.
"Πονάω" φώναζα όταν κούναγαν τα κύματα στα πέλαγα τα σπασμένα
Κι έσφιγγε ο κόμπος κάθε φορά που έλεγα τη ζωή πως αγαπάω,
Κάθε φορά που έλεγα πως φτιάχτηκα για κύματα και θάλασσες μεγάλες
Κι έπλεκε ο αέρας τα μαλλιά μου σημαία να με φυλάξει.
Σε ένα βράδυ απ' την αγάπη μου τον έσπασα και βούτηξα στη θάλασσα
Να με καταπιεί το κύμα
Σαν έπρεπε να πεθάνω
Για να ζήσω
Χαλάλι ας ελευθερωθώ
Κι ας σ’ αγαπάω.

Σκιά


Είναι τις ώρες τις πρωινές που μ’ αναπολεί ο θάνατος
Να χτίζω τα πατζούρια του σπιτιού μου πάνω στο φως
Που αργοχαράζει
Θα περάσουνε άραγες τούτες οι μέρες
Ή κρεμασμένοι θα μείνουμε σε τούτο το σκοινί για πάντα
Ηθοποιοί και γιοι και αφέντες και ιππότες
Εραστές της ζωής σε μια χαραμάδα της νύχτας.
Μόνο τα βράδια με πιάνει και κλαίω για τη ζωή που γυρίζει
Κι ας μην γυρίσει ποτέ.
Και γράφω σαν το κλάμα να κόβει τις λέξεις χαρταετούς
Ο αέρας να τους πάρει στα σύννεφα
Στους ουρανούς τους πεφωτισμένους
Σ’ ένα χάραμα
Σκυφτός να γράφω
Την καταδίκη.