Δευτέρα 30 Απριλίου 2012

Η κοινόβια ζωή μας σπρώχνει να ζούμε σε ένα
χάος.
φωνές, κόσμος, πρόσωπα, πόδια
όμορφα, νυχτερινά
μια γυαλιστερή επιφάνεια
να καθρεφτιστούν τα λάθη τα καλοβαμμένα
να μας τυφλώσουν.
Εγώ φταιω που δεν γεννήθηκα κυνηγός,
που γεννήθηκα γάτος,
και τούτη η ζωή με νυστάζει
όχι εμένα, το νου μου που κοιμάται ολημερίς
μήπως και ζήσει μια μέρα ξύπνιος.
Σσσσς
Το Χάος μίλησε
Δεν τα κατάφερες πάλι
Ίσως δεν ακούς το ρυθμό
Εγώ φταίω που γεννήθηκα γλάρος,
και τούτη η ζωή με αποστεώνει
Ξύπνα να ζήσεις τις ευκαιρίες που σου δίνει
ένα αφεντίκό που είναι και κείνη.
Μόνο μη φωνάζεις πολύ, καθόλου.
Οι επαναστάτες φωνάζουν,
κι εσύ γεννήθηκες ανθρωπάκος
Σσσσς
Ώρα να πας για ύπνο
Τώρα
Εκείνος δουλεύει όμως
ώρες;
μερόνυχτα.
Και πώς ονειρεύεται;
Στη δουλειά γεννιούνται τα όνειρα,
μάλλον όμως δεν είναι για σένα.
Και δεν φταις εσύ,
η ζωή φταίει η κακομαθημένη
που ήθελε να της τραβίξεις τα μαλλιά
κι εσύ τη χάιδεψες.

σε κάποιο ρυθμό

Νιώθω
Εσύ;
Νιώθω
Τι;
κι εγώ
Δεν ξέρω
Μόνο να μάθω
Τι;
για τη ζωή
Να μάθω
Εσύ;
Κι εγώ
Γιατί;
Πρέπει
Τι;
Πρέπει
κι εσύ;
Δεν ξέρω
Να μάθεις
κι εγώ
Και μετά;
Μετά ερχεται εκείνος
ο έρωτας;
ο θάνατος.

Παρασκευή 27 Απριλίου 2012

Δεν θέλω να μακραίνει ο λόγος
Ανόφελος να γίνεται.
Τι φοβάμαι με ρώτησες
Τίποτα
και το τίποτα
και κανέναν
εκείνον τον κανέναν που στεκεται δίπλα μου
στο αύριο
κι εκείνον τον κάποιο που στέκεται δίπλα μου
στο τωρα
μα εκέινον που πίοτερο φοβάμαι
είναι εκείνον που έφυγε
του χθές.

Πέμπτη 26 Απριλίου 2012

Αποκτώντας τα κύματα της Αλεξάνδρειας


Ήταν ένα παιδί κι όμως στα μάτια της παγίδευε το βλέμμα μιας γυναίκας και στο βλέμμα της έπνιγε όσους την ακουμπούσαν, σαν σειρήνα. Ύστερα χόρευε πάνω απ’ τα πτώματα. Κατέβαινε τα σκαλιά χοροπηδώντας και άφηνε τον κόσμο να την κοιτάει χωρίς να ξέρει αν τη λυπάται ή τη ζηλεύει. Αυτή τη γυναίκα αγάπησα. Και στο γράμμα μου στον κόσμο ένα πρωί με ξύπνησαν οι σκέψεις της σαν παιδί στα σπλάχνα μιας γυναίκας, αεικίνητο, ανήσυχο ένα με το σώμα και τη σκέψη μου.

Πάντα με κυβερνούσε αυτή η γυναίκα. Ένα παιδί που έπαιζε πάντοτε με τη λογική μου, με τα λόγια της θρυμμάτιζε κάθε πραγματικότητα που έχτιζα να την αγκαλιάζει. Σαν να μην έφτανε κανένας κόσμος να την τυλίξει στην αγκαλιά του. Έψαχνε μια αγκαλιά καμιά φορά και αν δεν μου το είπε ποτέ, ένα βράδυ αρπάχτηκε σαν τον αγέρα που γέρνει τις ιτιές από πάνω μου και ακούμπησε το κεφάλι της στο στήθος μου να γνωρίσει το αίμα να κυλά και να πάλλεται κάτω απ το μέτωπο της. Στ’ αυτιά της αντηχούσαν πάντα τραγούδια και η θάλασσα και όταν χαμογελούσε σήκωνε τα αστέρια να τη ζηλέψουν. Όχι για την ομορφιά της, γιατί με την ομορφιά της μορφής δεν συμφιλιώθηκε ποτέ, κι ας ήταν στα μάτια μου μια γη για τα φεγγάρια του νου μου. Μα με το πνεύμα. Και εκείνο ήταν που με μπέρδευε περισσότερο.

Την κυνηγούσα χρόνια ίσως δυο ίσως τέσσερα ποιος ξέρει. Να την αποκτήσω, να γίνει δική μου, να την ακουμπάω και να ξέρω ότι μου δίνεται. Κι ας μου έδινε εκείνο που ήθελα ως τώρα, ποτέ δεν ήταν αρκετό. Το σώμα. Εγώ ήθελα το νου, ήθελα τη σκέψη, ήθελα ένα παλάτι να χτίσω να την κλείσω με τον έρωτα μου για κείνη, ν’ ανοίγει τα παράθυρα τα πρωινά να ακούσει πως την αγαπάω κι ύστερα να ζει με την ευτυχία της αγάπης μου. Μια μέρα μου είπε πως θα την αλλάξει ο έρωτας της για μένα και νόμιζα πώς ο ουρανός άλλαξε θέση. Η γυναίκα μέσα της με κυβερνούσε μα ο ερωτάς της φωτιά που την καίει και  όπως οι νύμφες ή τα παιδιά δεν ξέρω πια με τι μοιάζει αυτό που γνωρίζω στα χέρια της, στα μάτια της, ζητάει τη μέθη κι ας μην ξέρει να τη διαχειρίζεται, μήτε τον εαυτό της, ζητάει τον κόσμο έτσι όπως το θέλει εκείνη.

Δεν ήθελε να αποκτηθεί και το γνώριζα. Βάφτιζε με την προδοσία εκείνους που ζωγράφιζαν ορίζοντες να την μαγέψουν, κι ας τη μάγευαν. Κάτι πάνω της μου έμαθε πως αγαπούσε την ελευθερία πιότερο κι απ’ τον έρωτα. Μονάχα σε τύραννους του μυαλού της κλεινόταν καμιά φορά κι εγώ την κοιτούσα να μπλέκεται, να ξεμπλέκεται, να φωνάζει, να με κοιτάζει, να χαμογελά, να κλαίει, να ζει όπως ζει μέσα στη σκέψη μου ακόμη και τώρα. Κι όσο σκέφτομαι τις αλήθειες που άκουγα από μέσα της, τόσο πιστεύω πως η ελευθερία ήταν εκείνο που την κράτησε να γυρίζει πίσω σε μένα. Γιατί εκεί που οι ο κόσμος της φώναζε να γυρίσει πίσω, να μην τολμάει εγώ από τη δίψα μου ν’ ακούω εκείνη τη φωτιά που φυλάει μέσα της που σαν πυρκαγιά απλώνεται τα καλοκαίρια στα χέρια μου που σαν οπτασία φουντώνει στα μάτια της όταν με κοιτάζει, και ολοκαύτωμα ανάβει όταν φωνάζει το όνομα μου, την άφηνα να χαθεί κι ας με πρόδιδε.

Μα σαν οι μέρες περνάνε όλο και γνωρίζω και τούτες οι σκέψεις με κυριεύουν. Κι ενώ την περίμενα κάποτε, καράβι ακυβέρνητό που το σπρώχνει το κύμα στο λιμάνι κάτι έχει αλλάξει. Τη θυμήθηκα πως χόρευε στο δρόμο και γελούσε, και γελούσα κι εγώ που ήταν ευτυχισμένη και ύστερα θυμήθηκα τα λόγια μου «εγω για σένα», «για πάντα» , «εδώ» και «σ’αγαπάω». Τάχα δεν γνώριζε; Γνώριζε τα πάντα, σαν μάγισσα. Ποτέ της δεν ζήτησε όμως και τούτο είναι που ξεχνάω τέτοιες στιγμές, ότι ποτέ της δεν ήθελε στεριές και δωμάτια να την κλείσουν , το σ’ αγαπώ κολώνες να στοιχειώνει τις πόρτες τους να το αντικρίζει σαν ξυπνά χαράματα να μ’ αγκαλιάζει. Στην απόκτηση που ψάχνω, θα θαφτεί κάτω απ’ το πάντα, απ’ το γνωρίζω, σε σάπια κιβώτια θα κλειστεί μέχρι να χάσει το χαμόγελό της. Στα λόγια της την αποκτώ κάθε μέρα, σαν αγέρας που φυσάει να δροσίσει τη φωτιά κάτω απ τους ήλιους, με το τίποτε. Μα άνθρωποι σαν τις νύμφες αποκτούνται ολοκληρωτικά ή για πάντα. Θα μεταλαμβάνω τη σιωπή της για εκείνη την ελευθερία που την κρατάει κοντά μου ως το πάντοτε;  

Πέμπτη 19 Απριλίου 2012

Το μανιφέστο της ευτυχίας


Η ευτυχία ομολογούμενος είναι βαριά θεωρία. Είναι μια από αυτές τις θεωρίες όπως η ηθική και η εκπαίδευση, που τις δεχόμαστε όπως τα αξιώματα της γεωμετρίας.  Eίναι κι η ευτυχία αντίστοιχα το αξίωμα της ζωής η ποιότητα και η πορεία της οποίας κρίνεται με βάση την αεικίνητη της αξία.  Έτσι αναρωτιέμαι αν κάτι που μας επιρρεάζει ως και ορίζει θα λέγαμε, σε τέτοιο βαθμό είναι άραγε κάτι προσωπικό. Είναι «μια στάσις νιώθεται» ή μια «στάσεις βρίσκεστε» , αν υποβάλλεται από τις συνθήκες της ίδιας της ζωής που μας κρίνει ή από την προσωπική βυρσοδεψία της ζωής αυτής στα χέρια του κάθε φοιτητή, στρατιώτη, έμπορου και νοικοκύρη.

 Ένας τρελός ζει ευτυχισμένος στο χάος, με πλήρη άγνοια της πραγματικότητας αυτού του χάους ή με πλήρη επίγνωση της πραγματικότητας έτσι όπως εκείνος τη γνωρίζει. Αν λοιπόν η ανεξάρτητη του περιβάλλοντος προσωπική ευτυχία βασίζεται στην άγνοια δεν μένει παρά μόνο να συμπεράνουμε πως ευτυχία είναι πρωταρχικά μια «στάσις βρίσκεστε» μια συνθήκη και ύστερα ένας προσωπικός χειρισμός. 

Σε αυτό το δευτερεύον λήμμα που καταλήγει το αξίωμα της ευτυχίας βασίζεται η θεμελίωση του κράτους. Το κράτος κυριαρχεί σαν πυλώνας να στηρίζει το επίπεδο του χάους που εκκρεμεί πάνω απ’ την κοινόβια ζωή. Έτσι ο πυλώνας αποτελεί θεμέλιο της «στασις νιώθεται». Η αποχή από την ανομία, την κοινόβια καταπίεση, τον πόλεμο, τη σφαγή απ’ τους βαρβάρους δημιουργεί χώρο στις συνειδήσεις των εκάστοτε ένοικων του κράτους να καλλιεργήσουν τα αδιαμάχητα δικαιώματα της ζωής. Καταλήγοντας σε ένα τριτεύον λήμμα, μια διασταύρωση πρίν απ’ το πόρισμα πως η πολιτική ευτυχία στέκεται αναμφίβολα στο βάθρο των δικαιωμάτων του εγώ μας. Πως η πολιτική ευτυχία και άρα η βασιμότητα του πυλώνα που αριθμομετρά τη ζωή μας σε δευτερόλεπτα από το τίποτα είναι η γέφυρα σ’ εκείνο που αγαπάμε ως ευτυχία. Όποιος το γνωρίζει , το υποστηρίζει , το ζητά το θυμάται.

Η ευτυχία στην άλλη όχθη βρίσκεται στο εγώ,βασίζεται στο πρόσωπο και στα προσωπικά ιδανικά και κανείς δεν αμφισβητεί εκείνους που κολυμπούν ως εκεί. Μα «ο άνθρωπος είναι ον κοινωνικό» γι’ αυτό ας μην αμφισβητούν ούτε κι εκείνοι τον Αριστοτέλη. Άλλωστε κανείς δεν κολύμπησε το ποτάμι μόνος. 

Ψάχνω λοιπόν με ποιο τρόπο το εγώ που έπλασε την κοινωνία ή το εγώ που έπλασε η κοινωνία θέτει και χτίζει τον πυλώνα του κράτους όριο-σημείο μεταξύ της κοινωνικής παράνοιας και της πολιτικής ευτυχίας. Και ανακάλυψα εκείνο το μηχανισμό δημοκρατίας που σαν εργοστάσιο για πίτες αναπαράγει τη αξίες, τα δικαιώματα, την ευστάθεια του εγώ εκεί που τελειώνει το εσύ. Ξεκίνησε σαν μια ιδέα που έτρεφε τους χτίστες και σήμερα ο μηχανισμός φροντίζει το κράτος να τρέφεται από εκείνους που αρχικά οριοθέτησαν την ύπαρξη του: τους ανθρώπους. Και αναρωτήθηκα πως ένας μηχανισμός κτίσμα στέκεται φραγμός στην ύψιστη αξία του κτίστη. Πώς η μηχανή για πίτες αναπαράγει τη δηλητηριασμένη τροφή που βρίσκεται στο στερέωμα της. Είναι ο μηχανισμός δημοκρατία θέμα πολιτικής βούλησης ή οικονομικής επικράτησης, κάτι σαν το τζόγο; Ποιος ξέρει γιατί υπάρχει το κράτος τέλος πάντων αν όχι για μας; Υπάρχει ζωή μετά το κράτος, αναρωτιέται το «εκπαιδευμένο» μου μυαλό; 

Αναζητώντας λοιπόν: η πολιτική ευτυχία στην έρευνα μου εντοπίζεται, τελικώς, αρκετά μετα-κράτους. Και στην καρδιά της βρίσκεται ο άνθρωπος που διαλέγει αντί να εντάσσεται. Πολιτική ευτυχία είναι η κυριότητα του εαυτού πάνω από του ζώου. Είναι η κυριότητα της κοινωνικής ευθύνης πάνω από εκείνη του παραδειγματισμού και της δακτυλοδειξίας. Είναι η κυριότητα του υπάρχω πάνω από το συμφέρω. Η πολιτική ευτυχία είναι μια συλλογικά προσωπική απόφαση και δεν χρειάζεται σοφούς, επαναστάτες, μορφωμένους, θεωριτιστές. Ανθρώπους χρειάζεται, να ακολουθούν τη φυσική πορεία του είδους. Δεν φτιάχτηκε ο άνθρωπος για να ζει σε κουτιά, μήτε και το μυαλό του φτιάχτηκε για να φράζεται σε νούμερα. Για να δημιουργεί φτιάχτηκε, να πραγματεύεται και να θεωρεί τον κόσμο γύρω του. Για να αγαπά φτιάχτηκε, να αγαπά κάθε πράγμα που γνωρίζει, και να θέλει να γνωρίζει όσο αναπνέει. Και ξέρω πως η κριτική σκέψη μπορεί να μην ταΐσει τα παιδιά σου, θα τους δώσει όμως έναν καλύτερο κόσμο… 

Όχι Α στον κυκλο. Εψιλον, γιατί για μερικά πράγματα η Αρχή είναι αλλού.
                                                                       

Ο θάνατος της Εδεμ

Θέλω να μην μοιάζεις με κανέναν
Θέλω με το Θεό να μοιάζεις.
Το Θεό που ξεγενά η σκέψη
τις αμαρτίες σαν μάνα ν'αγαπάς
εκείνες που ξεβράζει το σώμα
μ'εναν παφλασμο
όταν μ'αγκίζεις σαν θάλασσα,
που πεθαίνει
που γυμνώνεται
έτσι θα με γνωρίσεις.
Μην ψάχνεις κήπους
Μην ψάχνεις τον κόσμο που αγαπάς
τον τύλιξαν τα παιδιά σ'ενα σεντόνι
και τον χτυπούν
με γέλια
όπως μεγαλώνουν
με τύψεις
τόσο που η γελοιότητα παρέσυρε
παρασιτεί τη νίοτη
και βράχος γίνηκε ν'ακουμπήσω
και να σου μοιάζει
σαν το Θεό.
εκείνα τα πέντε χρόνια
κι ήταν μόνο μια κενή σελίδα
και τα χρώματα...
εσύ ήσουν.
και η ανατολή και το κύμα.
Τα φώτα και οι τρύπες στο σκοτάδι
μια σπυλιά που μέσα της ξανοίγει το κύμα
τα άσπρα του μαλλιά απλώνει
σαν στάχια
και σ'αγκαλιάζει
σαν τα γερικα χρόνια που γνωρίζουν κι απλώνουν
το φως στα κατασπρα μαλλιά τους
εσύ ήσουν
η σοφία
τα ακουσα εκείνα τα λόγια
όλα σου τα λόγια
εσύ μικρή πανέμορφη φυλακή του χρόνου.

Τρίτη 17 Απριλίου 2012

Η ερωμένη του ποιητή


Θέλω να γράψω. Πόσες μέρες, και ώρες και στιγμές με βασανίζει  αυτό το πάθος. Το χαρτί που απλώνεται μπροστά μου ουρλιάζει μέρα με τη νύχτ, ζητά  μια απόδειξη, μια στιγμή που θα αρχίσει ο χρόνος. Ο χρόνος που χωρίζει τη ζωή από αυτό που ήταν μέχρι να γράψω την πρώτη σελίδα. Πόσα τραύματα κείτονται τσαλακωμένα στο πάτωμα μέχρι εκείνη τη στιγμή. Πόσες νύχτες που ο καφές αρωματίζει το σπίτι και τα τσιγάρα σβήνουν το ένα μετά το άλλο, η λάμψη τους  χάνεται και η μυρωδιά τους απλώνεται στα δάχτυλα στα χέρια εκείνα που δεν γράφουν μόνο μονολογούν το επιδίκειο τους μπροστά στη λευκή σελίδα.

Θέλω να γράψω λοιπόν. Με αυτή τη δίψα ξυπνάω κάθε μέρα, με αυτή τη δίψα γεννήθηκα στα σώθηκα μου. Καμιά φορά δεν ξέρουμε τι ζητάμε στη ζωή ούτε κι εγώ ξέρω. Η αναζήτηση μιας ιδέας ουδέποτε υπήρξε συγκεκριμένος στόχος, παρά μια ακαθόριστη πορεία ζωής που σε βγάζει σε νύχτες ατέρμονες με μουσικές μισοτελειωμένες, χαμόγελα σφαλιστά και ανθρώπους με γαλαζένια αγάπη να γυαλίζει στις μέρες τους.

ΤΙ είναι η γαλαζένια αγάπη, είναι μια αστεία λέξη… Οι λέξεις δεν είναι παρά εντυπώσεις. Η γαλαζένια αγάπη δεν είναι παρά η εντύπωση που χαράζεται στο νου του αναγνώστη σαν  την περνά απ τα μάτια του. Δεν υπάρχει στο λεξικό ετούτη η λέξη κι αυτό γιατί τη δημιούργησα. Έτσι είναι η «αφαίρεtiκότητα» στη ζωή.. δημιουργεί εντυπώσεις. Πόσο θαύμαζα εκείνες τις λέξεις ανάμεσα στις γραμμές των κειμένων που διάβαζα μικρή τις νύχτες. Εκείνες που δεν κατανοούσα μα η εντύπωση του ακούσματός τους με ταξίδευε σε εξωτικά μέρη αλλοτινά με έβγαζε από τα δροσερά καλοκαιρινά σεντόνια και τη σκονισμένη ανυπόφορη πεθήμηση του τότε σε μια ξένη ανεξερεύνητη διάσταση του μέλλοντος, στη δημιουργία. Η δημιουργία δεν ήταν παρά μόνο εκείνη η στιγμή, εκείνη η λέξη που ανάμεσα στις άλλες που ο κόσμος είχε διαλέξει για μένα , ετούτη τη διάλεγα εγώ. Και από όλα τα βιβλία που στέκονται σαν γερασμένα χρόνια στη βιβλιοθήκη της τύχης μου όταν ξυπνώ τα βράδια και τα αγναντεύω εκείνα που έμειναν και εκείνα που ξεπηδούν από μέσα τους δεν είναι παρά εκείνες οι λέξεις που μόνον εγώ μπόρεσα να καταλάβω με τούτο τον τρόπο όπως κανένας άλλος σε αυτόν τον κόσμο.

«Μοναδικότητα», σκέφτηκα, μόνον ετούτο λείπει στη σελίδα μου. Γυρίζω πολύ συχνά τα βράδια και μένω ξάγρυπνος ως το πρωί για να διαβάζω, για να μαγεύομαι απ τη μαγεία που αδυνατώ να προσφέρω στον κόσμο. «Προσφέρω» πόσο πικρή λέξη, απάνθρωπή. Στην εγωιστική υπεροχότητα του ανθρώπου η προσφορά είναι μια λέξει που χάνεται στα «μαγικά βιβλία». Σαν ο ποιητής κυνηγάει το όνειρο και το ντελίριο καμία προσφορά δεν στέκεται μεγαλύτερη από κείνη του νου.

Μεγάλο πράγμα ο νους. Μεταμορφώθηκα σαν άρθρωσα τις 4 λέξεις. Έγινα γέρος, βρέθηκα σε μια σάπια καρέκλα στην άκρη του νησιού μου, φορούσα ένα ζευγάρι ξεχασμένα μάτια και μια σκυφτή μορφή να γέρνει τη σοφία μου. Νύχτωνε καθώς άρθρωνα τα λόγια και έκλεινα τα μάτια στη θύμηση του χρόνου που πια περνάει σαν τον αγέρα κάτω από τα παραθύρια του νησιού μου. ΤΟ χρόνο που φέρνει η θάλασσα και σπέρνει στις ακτές μας  τον χτυπάει στα κύματα με φούρια μην και ξεχάσουμε τις μέρες που περνάνε όπως χτυπάει ο χτύπος του ρολογιού, μετράει τους χτύπους της καρδιάς μας.
Με μια πνοή γύρισα πάλι στο διαμέρισμά μου. Αυτό είναι ο συγγραφέας, ένας ταξιδευτής των σκιών. Ένας θεατρίνος του χαρτιού. Στέκεται σε μια καρέκλα τις νύχτες που περνούν αργά. Αφουγκράζεται τις μυρωδιές που ξεφυσάει ο θνητός ύπνος στα παράθυρα του και δυο ψίθυροι τις νύχτας φτάνουν να σηκώσουν το άγρυπνο κορμί του σε ένα παραλήρημα εικόνων, αραδιάζει λέξεις στο χαρτί του, δεν είναι λέξεις είναι ο εαυτός του που χάνεται και πλάθεται, οι λέξεις τον στέλνουν σε άλλα σώματα, σε ξένα κορμιά σε άγονες γης που μόνο οι λέξεις του δαμάζουν. Κι εκείνος στέκεται αιώνια σε κοινή την καρέκλα σε ένα μέρος που δεν γνωρίζει χρόνο μήτε τόπο και περιμένει, σαν την Πηνελόπη τη νύχτα να ξυπνήσει τις θυμίσεις να σκορπίσει τις σκιές τις άγνοιας από κοντά του.

Η γλώσσα είναι το μέσο. Ένα βαγόνι στο ταξίδι του εαυτό του. Τον αλλάζει και την αλλάζει κι αυτός, πάλλονται και οι δύο στα σεντόνια της δημιουργία γνωρίζονται και στη θράκα του έρωτά τους γεννιούνται μυριάδες φωνές που τραγουδούν τη σοφία στα ράφια της αιωνιότητας. . Κι από όλες τις εκείνες γυναίκες στη ζωή του η γλώσσα θα μείνει η αιώνια ερωμένη του συγγραφέα. Δεν χωρίζονται. Πώς να χωρίσεις το δέντρο από τις ρίζες του, πώς να χωρίσεις το παιδί από τη μητέρα, τον άνθρωπο από τη συνείδηση , το συγγραφέα από τη γλώσσα του. Είναι η ψυχή του. Η γλώσσα που διαλέγει να σπρώξει στα παραμορφωμένα του γράμματα είναι η ψυχή του. Τα βρώμικα λόγια, το πάθος ο θυμός, φαντάσματα του μυαλού ένα όμορφο βράδυ.  Και σαν η ζωή , η τύχη ίσως και ο Θεός το διαλέξει γνωρίζονται ξανά, ξεχύνονται και πάλι στον ίδιο απαράμιλλο έρωτα της ζωής.

Και δεν το ξέρει. Εκείνος που γράφει ζει σε μια κατηγορική άγνοια. Δεν γνωρίζει πως στον έρωτα ετούτο δημεύει την ψυχή του, πως γράφει για εκείνα που δεν μιλιούνται και δεν βλέπονται και πως η γυναίκα που χαϊδεύει τα χείλια της σε ένα γαλλικό καφέ στα περίχωρα του Λονδίνου είναι εκείνος. Η  δήμευση της ψυχής είναι ένα καταραμένο χάρισμα του πλάστη που «κατ ‘εικόνα και καθ’ ομοίωση» υποκλίνεται στο ανώτερο επίπεδο της ανθρώπινης ύπαρξης γονατίζει στη δημιουργία. Η δημιουργία είναι το μεγαλύτερο παραισθησιογόνο που τρέχει στο αίμα και στο βλέμμα του ανθρώπου και χάνεται και γυρίζει μόνο όταν του αποζητάει εκείνη, όταν αποζητά το αίμα, τα λόγια, τον έρωτά μας. Η ερωμένη του ποιητή ζητά να τον  γνωρίσει και πάλι κι εκείνος σαν από σειρήνες  τραγούδια να κυλούν στις αισθήσεις του χάνεται.

Στην κατηγορική άγνοια του θολωμένου ετούτου νου βρίσκεται και τούτο: πως εκείνος που γράφει ξεχνά πως είναι ο κόσμος. Σαν το βάρος του «είναι» καθίσει πάνω στο μέτωπό. Δεν χύνονται πια οι λέξεις στο χαρτί δεν χωρίζονται πια γιατί η καρδιά σου δέθηκε με τούτο τον κόσμο και η συνείδηση σου δεν έχει χώρο πια να πλάσει έναν άλλο. Αυτή είναι η «πρωταρχική προϋπόθεση του δημιουργού» να αρνηθεί τον κόσμο έτσι όπως είναι, να ζει κρεμάμενος στο υπερεγώ, να ονειρεύεται τα βράδια την αλήθεια και να ξυπνά στη ζωή για να χαρεί την όμορφη γεύση που του χαρίζει το πλάσμα του νου του.

Χαράζει. Ζήτησα από τον εαυτό μου να απομακρυνθεί από τούτες τις σκέψεις. Δεν είμαι σίγουρος γιατί μα δεν θέλω να χάσω τα λογικά μου. Ίσως γι αυτό δεν κατάφερα τίποτε μεγάλο ως τώρα στη ζωή μου με κρατάει ο φόβος της παράνοιας. Η παράνοια…

Ξύπνησε ο γλάρος ένα πρωι στη στεριά και αναρωτήθηκε
Ποια νύχτα ταχα να του ‘κλεψε τη θάλασσα;
Ποια αγάπη τον χώρησε απ τη γή του;
 και σηκώθηκε να πετάξει
Μα έμεινε κάτω
Κοίταξε τα γεράματα κι εκείνα του εγνεψαν ένα όχι
Δεν έχει περάσει ο χρόνος
Και ύστερα κοίταξε το παρελθόν
Και έπεσε να κοιμηθεί στη στεριά που βρέθηκε
Γιατί μήτε ο πόνος είχε περάσει.

Δευτέρα 16 Απριλίου 2012


Ζητάω ένα Θεό να σκύψει να αντικρύσει τα μάτια μου
Μα ο Θεός κοιτάζει μοναχα για τα μεγάλα να προσφέρει
Εδοκεν ημίν την αιώνια ζωή και το μέγα έλεος
Μα εγώ μόνο ετούτο ζητάω
Να ξυπνήσω ένα πρωί
Iδρωμένη
Και όμορφή και να κοιτάξει τα δυο μου μάτια
Και ας χαρίσει την αιώνια ζωή 
σε εκείνον που την αντέχει.

Η Ζωή.
Η μάταιη που ζει για τον πλούτο που μένει
Και πεθαίνει για εκείνον που χάνεται
Που θυμάται τον πόνο και ξεχνάει τον έρωτα
Και τα πάντα
Η Ζωή που χτυπάει τα χαράματα να σε ξυπνήσει σαν δεν την ακούς
Τι περιμένει;
Ένα τραγούδι που τελειώνει; ένα κορμί να μείνει για πάντα;
Το ποτέ;
Κι αν το ποτέ δεν έρθει θα επιστρέφουμε πάντα από ένα παρελθόν
Νυχτωμένοι
Όπως κι εκείνη.

Το Δοκίμιο του έρωτα

Ο έρωτας δεν είναι κάτι που περιγράφεται που υπάρχει η μαθάινεται, είναι κάτι που ζειται ή συμβαίνει και μόνο νιώθεται. Η υπαρξή του είναι παράξενη σαν αυτή της σκέψης, του ήλιου και του αέρα. Σαν μια γεύση στο φαγητό που προέκυψε από το πουθενά. Ξαφνικά νιωθεις τον έρωτα και αναρωτιέσαι πότε άλλαξε αυτό , πότε συνέβη εκείνο και σκέφτεσαι πως δεν ήταν παρα πριν λίγες μέρες που η ύπαρξη του σου διέφευγε τελείως ήταν αδιανόητη, ο νους δεν μπορούσε να την περιγράψει στην ύπαρξη γιαυτό και η ύπαρξη δεν μπορούσε να την καταχωρήσει. Είναι μια γεύση κρασιού που ξεχνάται και ξαναζείται μόνο με μια νέα γουλιά, που χρωματίζει τα χείλη και ζαλίζει το πνεύμα. Μονο τα μετρητά  και φυσικά αποτελέσματα μπορούμε να μετρήσουμε, μονο αυτά μπορούμε να θυμηθούμε.. μα τη γεύση κανείς. Και χωρις εκείνη τη γεύση αναρωτιέσαι πόσο κουτός είναι εκείνος που πίνει, πόσο ασυγχρόνιστη και χαμένη είναι μια ζωή στη μέθη. Και μόνο με μια γουλια όλα τα γιατί ξαναζούνται από ένα τίποτα.