Σάββατο 26 Απριλίου 2014

Δυο μονοπάτια

Οταν η μέρα θα χαράξει
Οταν ξεχάσεις πως ερχόσουν να με βρείς
τοτε θα φέρω να σου δώσω τη νύχτα
με τη δροσιά από ένα σταφύλι
με δυο περίπατους και μι' άγκυρα στο χέρι

και θα σου πώ
θα σου θυμίσω όλα που σ'έφερναν κοντά μου
όλα τα όνειρα που κάναμε σαν μούτσοι σε καράβι μανιασμένο
και θα σου πω
τα ταξιδιάρικα τα λόγια που είδα
στο μέτωπό σου
και άστραψ' ο κόσμος κι ο ουρανός
απ' άκρη σ' άκρη

και θα γυρίσεις
έτσι πιστεύω
έτσι νομίζω πως η θύμηση σαν ναύτης
σαν αντάρτης
θα σε τραβίξει με το γράντι
σαν το ζώο
που απομακρίνεται
στον πάσαλο δεμένο
ωσπού να του ρθει ο πόνος
ωσπου να του ρθει ο πόνος της καδένας στο κορμι
να το γυρίσει πίσω

και όταν θα 'ρθεις
όπως παλιά θα σ'αγαπήσω
σαν αδελφό και σαν πατέρα και σαν γιο
μα θα το ξέρω από τα λόγια σου τα πρώτα
πως τόσο που περπάτησες μου φτάνει
για να 'σαι πια εσύ κι εγώ
δυο μονοπάτια
δυο μονοπάτια
αλλιώτικα
δυο μονοπάτια
ξένα

Πέμπτη 24 Απριλίου 2014

Pour l’ hedonism



Ο ηδονισμός βρίσκεται μακριά απ’ την ύλη, έτσι πιστεύω. Ξέρω πως μιλάει η ζάχαρη σ’ εκείνη την πρώτη στιγμή ή ο καφές, το άρωμα η γεύση η αίσθηση, το κρασί, το μούδιασμα, μα δεν γνωρίζω αν αυτές είναι οι ηδονές που αποζητάει ο άνθρωπος ή αν αυτές είναι οι εμπειρίες που μπορεί να προσεγγίσει κοντά σ’ εκείνες τις μη υλικές ευτυχίες. Της γαλήνης που δεν μπορεί να βρει ίσως είναι το κρασί και η ζάχαρη είναι εκείνης της συντροφιάς ή του ενθουσιασμού εκείνου του δυσεύρετου. Έτσι πιστεύω. Κι ας κάνω λάθος κάτι μέσα μου νιώθει μια ευτυχία που τίποτε μεγάλο δεν δίνεται αν δεν αξίζεται. Ίσως οι άνθρωποι να ήταν λιγότερο ευτυχισμένοι βέβαια αν ανακάλυπταν τέτοιου είδους πραγματικότητες. Γιατί όταν είσαι μικρός νιώθεις κάπως όμορφα αν μικραίνεις τα πάντα στο ύψος σου. Μέχρι και τις ηδονές να μικραίνεις στο ύψος σου αντί να ψηλώνεις στο ύψος των ηδονών. Έτσι ανόητος είναι ο άνθρωπος που μέχρι και την ευτυχία μικρή θέλει να την κάνει για να μπορεί να τη φτάσει. Κι αφού τη στριμώξει στην πραγματικότητα τον πραγμάτων να την αφήσει εκεί να περιμένει για μιαν άλλη στιγμή πιο κατάλληλη.

Τρίτη 1 Απριλίου 2014

Αυγερινός


Ειμαι πια σίγουρος πως σαν ταξιδευτής μια μέρα θα παντρευτώ την πούλια. Γιατί τόσο με ζαλίζουν τα μάτια μιας γυναίκας που μόνον τότε θα ησυχάσει η ψυχή μου, που μόνον τότε θα γνωρίσει η καρδιά μου την αγαλίαση του «έχω» και θα ηρεμίσει εκείνη η φωτιά στα στήθια μου. Είναι πια βέβαιο σε μένα που σαν ταξιδευτής θα φοβάμαι να χάσω τα όνειρά μου, πως ο ύπνος στις μέρες μου θα είναι στιφός και λίγος. Γιατί όταν τα μάτια γνωρίζουν πολλά κι ανοίγεται ο νους τότε ξεχνάει να βλέπει με τα όνειρα, γιατί μικραίνει εκείνη η αγνώριστη κουκίδα στον κόσμο, γιατί η περιέργεια οξύνεται από εκείνο που έχει ήδη τεθεί κεκτημένο. Θα σταματήσω ίσως να παλεύω τότε για τα μάτια, τα μάτια των γυναικών που γνώρησα και που συγκρίνονται σε δύναμη μ’ εκείνη των τιτάνων. Εκείνα που γελούν, μ’ακουμπούν το βράδυ σαν κρυώνω και κάτι μέσα μου αγκίζεται και ζεσταίνει, κάτι μέσα μου πιστεύει, γιατί υπάρχει τόση δύναμη σε αυτόν τον κόσμο απ’ τις ψυχές των ανθρώπων σαν βήματα βαθιά που σκάβωνται είναι και σβήνονται απ’ το φως που τα ξεπλένει. Σαν ταξιδευτής δεν θα έχω ανθρώπους όπως έχει ο αγρότης και ο πωλητευτής, γιατί απ’την πόρτα του δικού μου σπιτιού θα περνάνε άγνωστοι μέρα με τη μέρα θα γίνονται φίλοι και φυσιογνωμίες γνώριμες, σιλουέτες σιγοσβησμένες και οικογενειακές και μιας η πόρτα θ’ανοίγει θα περπατούν προς την έξω μετέπειτα ζωή μ’εναν ήχο πενιχρό και μ’εναν πόνο θ’αποχαιρετούν τον κόσμο που χάνεται εμπρός σε τούτο το τραπέζι που θα τρώγαμε μαζί σαν σύντροφοι από κάποια αγάπη παρελθοντική. Μα το γνωρίζω εγώ, και μια μέρα, μια μέρα θα παντρευτώ την Πούλια, κι όταν ο Αυγερινός θα με ζηλεύει εγώ θα του λέω πως το κανα για τα μάτια, για τα γυαλιστερά πανώρια μάτια μιας γυναίκας ή όλων εκείνων μαζί το έκανα μου που περπάτησαν καθένα μονοπάτι με τα βλέμματα τους που δεν άφησαν κανένα πέρασμα στην ψυχή  παρα μόνον εκείνο προς τον άλλο δρόμο, τον συνεχές.

Πρωινά

Μες τη θολούρα του πρωινού
Είναι η σκέψη σου ο ήλιος που με θαμπώνει
Τ’ αγιάζι που με παγώνει
Η κουβέρτα που με τυλίγει
Και μια στιγμή από τ’όνειρα που ξέφυγε απ’ τον ύπνο.
 
Μες στη θολούρα του πρωινού ζητώ να σκεφτώ τη ζωή
Κι εμφανίζεται η ζωή σου
Πέφτουν πάνω στη σκέψη μου ζαλισμένα τα όνειρά σου
Και μια αγωνία που είχες χθές
και το πρωί γίνεται δικό σου
και ξυπνώ με τα μάτια ανοιχτά και το στήθος χαμένο
μήπως τάχα μείνει καμιά στιγμή δικιά μου
 
Κι όταν η μέρα αρχίζει και τα μάτια μου μαθαίνουν να κοιτούν
Και να ζητούν το χρόνο
Τότε πάλι θα ζητάς εκεί εσύ
Το χρόνο απ’ τη ζωή μου
Την παρουσία σε εκείνη την αγωνία που είχες χθές
Την απουσία από εκείνο το χθες που σε ξέχασα
 
Κι όταν έρχεται το πρωινό κι εγώ το ξέρω πως είσαι εκεί
Ένα λεπτό με βασανίζει η σιωπή σου
Μα εγω χαίρομαι
Γιατί μέσα στον άδειο κόσμο εγω βασανίζομαι
Με την ύπαρξη εκείνου του
Εκείνου.