Κυριακή 4 Μαΐου 2014

Ευθύνες αφόρητες



Πίστευα πως καθένας απασχολείται βραδινά με τις τύψεις υποσχέσεων που σβήσαν και σβήσαν και τα μάτια ανθρώπων που άλλαζαν και άδειαζαν τακτικά όσο η μία υπόσχεση ξεπερνούσε την άλλη μέχρι που γίνονταν μάτια ξένων και γνωστών παλιών. Μα καθώς παρατηρούσα τις λέξεις και τις ματιές των γυναικών και των κόσμων που περνούσαν δίστασα να πιστέψω την άγνοια και το επίπεδο της. Είναι άραγε ο άνθρωπος τόσο ανάξιος να αναγνωρίσει την επιπολαιότητα του; Είναι άραγε τόσο εγωιστής που τυφλώνεται στην ομορφιά του κόσμου που αποκτά κάποια βαρύτητα; Που οι λέξεις βαστούν κάποια υπόσχεση κάποια υπόσταση και δημιουργούν κάτι από ένα τίποτα; Ή μήπως εγώ ο ουτοπιστής ανόητος περιμένω ένα τίποτα να δημιουργήσει ένα κάτι; Γιατί είναι οι λέξεις ευθύνες αφόρητες για τους ανθρώπους αγάπη μου που θέλουν να ζουν σαν στοιχειά να περνούν από τρένο σε τρένο με κάποιον αόριστο προορισμό που δεν κρατά εισιτήριο να τους βρίσκει η αποβάθρα ξεβρασμένους από την επιλογή που οδήγησε σε μιαν άλλα και σε μιαν άλλη μα καμιά σε κανέναν όρκο απτό και ολόκληρο. Γιατί είναι οι ευθύνες αφόρητες και οι λέξεις κούφιες και οι καρδιές γεμάτες φορτία φορτία θετικά με κοινούς πόλους περιστρεφόμενους αρνητικούς θετικούς να μην κρατιούνται από καμία έλξη να μην προσεγγίζονται από καμία βαρύτητα πραγματική. Πώς; Δεν γνωρίζεις για τι μιλάω; Να. Δεν μιλάω για εκείνες τις λέξεις που μου είπες όταν περιέγραφες κάτι κι εγώ τις πίστεψα. Μιλάω για όλες εκείνες που μου είπαν οι άνθρωποι ύστερα από σενα και δεν πίστεψα καμια
από θυμό και από αγάπη για μένα.

Σάββατο 3 Μαΐου 2014

Το χρέος



Ίσως κοιμάται ακόμη. Ίσως πέθανε. Δεν μπορούσε η αναπνοή να τον κρατήσει στο δρόμο και κάπως έγινε και όταν έφτασε χάθηκε στον ύπνο. Σε κάποιο όνειρο τον πήρε κάποιο τρένο και τον άφησε κάπου αλλού.

Τα φώτα σβηστά και το ρολόι ξεχασμένο. Και η θύμηση του καμία. Η αξία πιστεύω είναι τέτοια που κανείς δεν θα την άφηνε πίσω για μια γυναίκα. Αλλά δεν με αφορά αυτό. Όπως πιστεύω πως δεν θα έπρεπε να με αφορά και ο ίδιος. Αλλά η ανοησία του ανθρώπου καμιά φορά είναι απέραντα ακατανόητη.

Το ρολόι μένει. Κλείνω τα μάτια μου και σκέφτομαι πόσο κρυώνω. Τι βλάκας. Ποιος αφήνει το παράθυρο ανοιχτό με τέτοιο κρύο; Μα ακόμη περισσότερο, ποιος το δέχεται προκειμένου να σε έχει κοντά του. Ανόητη. 

Το ρολόι μένει και χτυπάει την ώρα κι εγώ ξεχνιέμαι κι ας είναι δικό του, χρέος ξεχασμένο να ορκίζεται με την αξία του την καθημερινή τα δυο του μάτια τα κίτρινα. Δε μ’ αρέσουν τα χρέη. Ειδικά εκείνα που βασίζονται σε συναισθηματικές ελαφρότητες. Αν δεν θέλω να γυρίσω δεν πρέπει τίποτε, τίποτε πραγματικό να με γυρνάει. Καμία αξία αριθμητική κανένα χρέος που χτυπάει τικ τακ την ώρα. Τρεις. Καμία ώρα δεν μου φτάνει. Ο ξύπνιος μακραίνει και μπλέκεται με τον ύπνο και όταν ξυπνώ, δεν ξέρω τι έζησα τι ζήσαμε και τι μένει ακόμη. Μα μου μένει ένας θυμός ανεξήγητος. Με τον εαυτό μου, που μου δίνεις αυτό που δεν αξίζω κι εγώ το δέχομαι. Με το πείσμα μου, πως το ρολόι είναι ασήμαντο  και το χρέος είναι συναισθηματικό και αφορά εσένα. Ανόητη. Μα μεγαλώνω, αυτό είναι το μόνο που δέχομαι για τον εαυτό μου. Αυτό κρατά μακριά την απογοήτευση. Πως είσαι κάτι προσωρινό κι εγώ το ξέρω και δοκιμάζω  την ελαφρότητα μου. Την αντοχή μου απέναντι σε δεσμούς λυτούς και ανούσιους. 

Τικ και Τακ. Δεκέμβριος και Ιανουάριος και Σήμερα και χθες το βράδυ και δυο αναπνοές που ξέχασαν να εμφανιστούν και σε σήκωσαν απ’ το κρεβάτι μου με χίλιες δικαιολογίες και χίλιες ματιές ανεξερεύνητες. Είναι χίλιοι οι άνθρωποι που γνώρισα σε σένα μα μεγαλώνω και αυτό κρατάει μακριά την απογοήτευση, πως μαθαίνω πώς είναι να παίρνεις αυτό που θέλεις απ’ του ανθρώπους και να θέλεις αυτό που παίρνεις. Και μαθαίνω πως είναι να ξεχωρίζεις αυτό που πρέπει, αυτό που θέλεις από αυτό που μπορείς. Και αυτό που ήρθε γιατί  ήταν εκεί από αυτό που κρατιέται από ένα ρολόι ξεχασμένο.

Μικρό το χρέος. Διήμερο. Έτσι πιστεύω πως μακριά δεν θα πάει και θα χωριστεί θα ξεχρεωθεί και θα μείνουν δυο άνθρωποι ύστερα ξοφλημένοι. Να μην χρωστούν πια ο έναν στον άλλο τίποτα μοναχά παρελθόν.

Σάββατο 26 Απριλίου 2014

Δυο μονοπάτια

Οταν η μέρα θα χαράξει
Οταν ξεχάσεις πως ερχόσουν να με βρείς
τοτε θα φέρω να σου δώσω τη νύχτα
με τη δροσιά από ένα σταφύλι
με δυο περίπατους και μι' άγκυρα στο χέρι

και θα σου πώ
θα σου θυμίσω όλα που σ'έφερναν κοντά μου
όλα τα όνειρα που κάναμε σαν μούτσοι σε καράβι μανιασμένο
και θα σου πω
τα ταξιδιάρικα τα λόγια που είδα
στο μέτωπό σου
και άστραψ' ο κόσμος κι ο ουρανός
απ' άκρη σ' άκρη

και θα γυρίσεις
έτσι πιστεύω
έτσι νομίζω πως η θύμηση σαν ναύτης
σαν αντάρτης
θα σε τραβίξει με το γράντι
σαν το ζώο
που απομακρίνεται
στον πάσαλο δεμένο
ωσπού να του ρθει ο πόνος
ωσπου να του ρθει ο πόνος της καδένας στο κορμι
να το γυρίσει πίσω

και όταν θα 'ρθεις
όπως παλιά θα σ'αγαπήσω
σαν αδελφό και σαν πατέρα και σαν γιο
μα θα το ξέρω από τα λόγια σου τα πρώτα
πως τόσο που περπάτησες μου φτάνει
για να 'σαι πια εσύ κι εγώ
δυο μονοπάτια
δυο μονοπάτια
αλλιώτικα
δυο μονοπάτια
ξένα

Πέμπτη 24 Απριλίου 2014

Pour l’ hedonism



Ο ηδονισμός βρίσκεται μακριά απ’ την ύλη, έτσι πιστεύω. Ξέρω πως μιλάει η ζάχαρη σ’ εκείνη την πρώτη στιγμή ή ο καφές, το άρωμα η γεύση η αίσθηση, το κρασί, το μούδιασμα, μα δεν γνωρίζω αν αυτές είναι οι ηδονές που αποζητάει ο άνθρωπος ή αν αυτές είναι οι εμπειρίες που μπορεί να προσεγγίσει κοντά σ’ εκείνες τις μη υλικές ευτυχίες. Της γαλήνης που δεν μπορεί να βρει ίσως είναι το κρασί και η ζάχαρη είναι εκείνης της συντροφιάς ή του ενθουσιασμού εκείνου του δυσεύρετου. Έτσι πιστεύω. Κι ας κάνω λάθος κάτι μέσα μου νιώθει μια ευτυχία που τίποτε μεγάλο δεν δίνεται αν δεν αξίζεται. Ίσως οι άνθρωποι να ήταν λιγότερο ευτυχισμένοι βέβαια αν ανακάλυπταν τέτοιου είδους πραγματικότητες. Γιατί όταν είσαι μικρός νιώθεις κάπως όμορφα αν μικραίνεις τα πάντα στο ύψος σου. Μέχρι και τις ηδονές να μικραίνεις στο ύψος σου αντί να ψηλώνεις στο ύψος των ηδονών. Έτσι ανόητος είναι ο άνθρωπος που μέχρι και την ευτυχία μικρή θέλει να την κάνει για να μπορεί να τη φτάσει. Κι αφού τη στριμώξει στην πραγματικότητα τον πραγμάτων να την αφήσει εκεί να περιμένει για μιαν άλλη στιγμή πιο κατάλληλη.

Τρίτη 1 Απριλίου 2014

Αυγερινός


Ειμαι πια σίγουρος πως σαν ταξιδευτής μια μέρα θα παντρευτώ την πούλια. Γιατί τόσο με ζαλίζουν τα μάτια μιας γυναίκας που μόνον τότε θα ησυχάσει η ψυχή μου, που μόνον τότε θα γνωρίσει η καρδιά μου την αγαλίαση του «έχω» και θα ηρεμίσει εκείνη η φωτιά στα στήθια μου. Είναι πια βέβαιο σε μένα που σαν ταξιδευτής θα φοβάμαι να χάσω τα όνειρά μου, πως ο ύπνος στις μέρες μου θα είναι στιφός και λίγος. Γιατί όταν τα μάτια γνωρίζουν πολλά κι ανοίγεται ο νους τότε ξεχνάει να βλέπει με τα όνειρα, γιατί μικραίνει εκείνη η αγνώριστη κουκίδα στον κόσμο, γιατί η περιέργεια οξύνεται από εκείνο που έχει ήδη τεθεί κεκτημένο. Θα σταματήσω ίσως να παλεύω τότε για τα μάτια, τα μάτια των γυναικών που γνώρησα και που συγκρίνονται σε δύναμη μ’ εκείνη των τιτάνων. Εκείνα που γελούν, μ’ακουμπούν το βράδυ σαν κρυώνω και κάτι μέσα μου αγκίζεται και ζεσταίνει, κάτι μέσα μου πιστεύει, γιατί υπάρχει τόση δύναμη σε αυτόν τον κόσμο απ’ τις ψυχές των ανθρώπων σαν βήματα βαθιά που σκάβωνται είναι και σβήνονται απ’ το φως που τα ξεπλένει. Σαν ταξιδευτής δεν θα έχω ανθρώπους όπως έχει ο αγρότης και ο πωλητευτής, γιατί απ’την πόρτα του δικού μου σπιτιού θα περνάνε άγνωστοι μέρα με τη μέρα θα γίνονται φίλοι και φυσιογνωμίες γνώριμες, σιλουέτες σιγοσβησμένες και οικογενειακές και μιας η πόρτα θ’ανοίγει θα περπατούν προς την έξω μετέπειτα ζωή μ’εναν ήχο πενιχρό και μ’εναν πόνο θ’αποχαιρετούν τον κόσμο που χάνεται εμπρός σε τούτο το τραπέζι που θα τρώγαμε μαζί σαν σύντροφοι από κάποια αγάπη παρελθοντική. Μα το γνωρίζω εγώ, και μια μέρα, μια μέρα θα παντρευτώ την Πούλια, κι όταν ο Αυγερινός θα με ζηλεύει εγώ θα του λέω πως το κανα για τα μάτια, για τα γυαλιστερά πανώρια μάτια μιας γυναίκας ή όλων εκείνων μαζί το έκανα μου που περπάτησαν καθένα μονοπάτι με τα βλέμματα τους που δεν άφησαν κανένα πέρασμα στην ψυχή  παρα μόνον εκείνο προς τον άλλο δρόμο, τον συνεχές.

Πρωινά

Μες τη θολούρα του πρωινού
Είναι η σκέψη σου ο ήλιος που με θαμπώνει
Τ’ αγιάζι που με παγώνει
Η κουβέρτα που με τυλίγει
Και μια στιγμή από τ’όνειρα που ξέφυγε απ’ τον ύπνο.
 
Μες στη θολούρα του πρωινού ζητώ να σκεφτώ τη ζωή
Κι εμφανίζεται η ζωή σου
Πέφτουν πάνω στη σκέψη μου ζαλισμένα τα όνειρά σου
Και μια αγωνία που είχες χθές
και το πρωί γίνεται δικό σου
και ξυπνώ με τα μάτια ανοιχτά και το στήθος χαμένο
μήπως τάχα μείνει καμιά στιγμή δικιά μου
 
Κι όταν η μέρα αρχίζει και τα μάτια μου μαθαίνουν να κοιτούν
Και να ζητούν το χρόνο
Τότε πάλι θα ζητάς εκεί εσύ
Το χρόνο απ’ τη ζωή μου
Την παρουσία σε εκείνη την αγωνία που είχες χθές
Την απουσία από εκείνο το χθες που σε ξέχασα
 
Κι όταν έρχεται το πρωινό κι εγώ το ξέρω πως είσαι εκεί
Ένα λεπτό με βασανίζει η σιωπή σου
Μα εγω χαίρομαι
Γιατί μέσα στον άδειο κόσμο εγω βασανίζομαι
Με την ύπαρξη εκείνου του
Εκείνου.

Πέμπτη 27 Μαρτίου 2014

Αναθεματισμοί


Με σηκώνει ένας αέρας γεμάτος
μια θάλασσα εκείνος με πνίγει
Με οδηγεί μια καρδιά πιο μεγάλη
Και τα όνειρα
Τα φέρνουν οι λίγοι
Οι πολλοι ακουμπούν τις αγάπες
Και οι κάποιοι κοντοστέκονται, φεύγουν
Σαν μικροί ξεχασμένοι αποστάτες
Που κρυφά και πικρά
Σε πεθαίνουν

Σαν λιοντάρι

 
Είναι εκείνος ο τεράστιος κόσμος που εμφανίζεται εμπρός μου
σαν Ατλαντίδα
ή σαν Ιθάκη
κι εγώ δεν γνωρίζω.
Φταιει που νομίζω οτι μιλάμε με τα ίδια λόγια
μα σιγοσωπαίνουν εικόνες αλλιώτικες
στα μάτια σου
και στα δικά μου
μα πιότερο στο νου.
Και στέκομαι σαν λιοντάρι, σαν λιοντάρι.
Έτσι κοιτάω ετούτο τον κόσμο,
με τον ήλιο και τον αέρα
δεν έχει σημασιά,
ο καιρός έρχεται από μέσα
και οι βροχές
και από μέσα μετριέται η αντηλιά .
Από μέσα από ένα λιοντάρι.
Κι εγω μαθαίνω και μεγαλώνω
κι ας χάνω κι ας κερδίζω.
Αρκεί να χάνω σαν λιοντάρι
γιατί όταν κερδίζω,
τότε όλη η πλάσης βρυχάται εμπρός μου.

Για κάτι δικό μου


Ειναι η γλώσσα βαριά
Και τα χρώματα λίγα
Σαν παιδιά που φωναζουν και τρέχουν στους δρόμους
Κι εγω κρατιέμαι
Να μη γδάρω τη γνώση που ανασαίνει κοντά τους
Μη φιλήσω τα μάτια που κοιμούνται το βράδυ
Μ’ελευθερία
Με πατώματα στεγνά και σαπισμένα που βαστούν την ευτυχία σαν παλάτια
Κι εγω κρατιέμαι
Γιατί η γλώσσα είναι ιερή
Και ψεύτικη και βαριά
Και δεν υπάρχουν λόγια
Μονο εικόνες
Και δεν υπάρχουν λόγια να σου μιλήσω για ένα τραγούδι
Μονο ζωές
Χίλιες ζωές να το παρατηρήσω
Κι ας μου διναν μια ανάσα στην κάθε μια
να το δω
Αρκει νά ταν δικιά μου

Four seasons and a verse


You come like the spring
You make my mind awake
As she opens the flowers
That bloom in her presence

You come like the summer
Your sun is blinding
And your aromas
Arouse the weakest of spirits

You come like the wind
And take my mind with you
You come like the autumn
You bring change and change
And rain and tears
And rainbows
And clouds and sun
Sun so rare
It’s almost beautiful

You leave like the winter
And the cold you leave behind
Needs shelters
And shelters of friends to withstand

You leave like the winter
And when you come back
There’s so much snow to melt
You wonder
When did the flowers forget to bloom
When did your eyes get wet
And with a kiss
you turn
4 seasons back
into a verse

Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2014

Κάθαρσις




Σε κοιτώ μες στα μάτια
απλώνεται από τη μια άκρη ως την άλλη σαν δυο βλέφαρα οι άκρες του μέρους που αγκαλιάζουν τη θάλασσα σ’έναν κόλπο.
Ξεκινάει η θάλασσα απ’ τη μια
περπατάει ως την άλλη
Περίπατος μουσικός. Δεν ξέρω αν υπάρχει άλλο μέρος που ο φλοίσβος και ο παφλασμός να απαντούν ο ένας στον άλλο.
Περπατάει η νύχτα μαζί με τη θάλασσα κι εγω ακούω και τους δυο να ταιριάζουν σαν αδέλφια, σαν συνοδοιπόροι.
Αυτή η εικόνα με όλες της τις φωνές ταιριάζει σε χίλιες στιγμές της ζωής μου μαζί
Κι όμως υπάρχει κάποιο κομματάκι στη θάλασσα
Εκεί στο κέντρο απ’ τις δυο ακτές που δεν το έχω κολυμπίσει.
Σκέφτομαι τους ανθρώπους
Και πάλι τους σκέφτομαι
Σαν ποτάμια οι ζωες τους κυλούν σε ό,τι αγαπώ σσε αυτόν τον τόπο
Είμαι μακρία κι εκείνοι γερνάνε
κι ας είναι αυτή η στιγμή ζωντανή σε χίλιες μεριές βαλμένη
εκείνοι είναι μονο για τώρα
θα γυρίσω σκέφτομαι
Κάνω τους αριθμούς τους βάζω κάτω
Και με ξεπερνούν
ή δεν με φτάνουν
Και μου ανεβαίνουν σκέψεις ανθρώπινες
Νιώθω ζωντανή ενώ πριν περπάτησα κάτω απ’ τασβεστωμένα κορμιά με το νου γεμάτο αδειοσύνη
τώρα μεγάλωσα
Και τώρα ξανά υπάρχει η ψυχή μου
Η σιωπή
Δεν χωράνε οι σκέψεις και πέφτουν απ’ τα μάτια μου
Μαζεύονται στα πεζούλια πιστεύω
εκεί που για πάντα λιώνουν τα παπούτσια
Κι οι καρδιές των ανθρώπων
Πλέκονται στεφάνια μ’ αγκάθια να τα φοράω όσο η θύμιση με σταυρώνει
Και δεν χωρούν οι σκέψεις στα μάτια μου πια
Συμβαίνει κάτι παράξενο εδώ
Αγκαλιάζω τα κάγκελα
Τα κρατάω μα η μέρα θα φανεί
Κανείς δεν κρατάει τον ήλιο που ανασταίνεται.
Αυτός ο φλοίσβος
Θέλω να του πω να κάνει κάτι για μένα..
Απρόσμενα  μου πιάνει με τα δυο του χέρια τα χείλια, τα δάχτυλα, τα μαλλιά
γίνομαι μια ‘ντανάκλαση στο νερό και με κουβαλάει μαζι του πάνω στις κατάλευκες πέτρες
εγω ο μικρός
Ο παρατηριτής
Χαμογελώ περίφανος γιατί το ξέρω
Πως αυτό το κάτι μυστήριο που συμβαίνει
μου δίνει εκείνη την κατάκτηση που αποζητούν οι άνθρωποι
Για να επέλθει η κάθαρσις
Από τις τύψεις που επιφέρει ένα τέλος.