Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2013

Η γυναίκα που ξέχασε ν ‘αγαπάει


 
Ξύπνησε μια μέρα και δεν θυμόταν
«Ξέχασα» είπε
Ήταν κάπου προς το τέλος σαν να ξεκίνησε με φίλους σε κάποιο αμάξι κάποτε να πάει στον Παράδεισο
Και πριν χτυπήσουν την πόρτα φώναξε
«Ξέχασα»
«Ξέχασα ν’ αγαπήσω»
Δεν γέλασε τότε κανείς.
Κοίταξε παράξενα η γυναίκα σαν να ήταν κάπως αστείο αλλά να μην καταλαβαίνει γιατί
Με τόσες διαδικασίες που  μου δόθηκαν να αποκτήσω τον εαυτό μου
Μήπως δεν ήταν λογικό
Μήπως δεν ήταν μοιραίο
Ή μήπως είναι μια ταυτότητα η αγάπη που έπρεπε να βγάλω σε κάποιο σταθμό της ζωής
Δεν πέρασε άσχημα ούτε παράξενα
Απλά σ’ εκείνο το σταθμό δεν ήταν κανείς, απεργούσε τη μέρα που πέρασαν τα χρόνια μου από εκείνο το μέρος
Κι εγώ δεν στάθηκα γιατί με κυνηγούσε η δίψα μου για εκείνα τα άλλα πράγματα
Που τώρα δεν έχω να σας δείξω μα αλήθεια τα ήθελα πολύ
Και έτσι βιαστική
Το ξέχασα.
Ξέχασα να ρωτήσω
όχι προς που
Όχι πως
Αλλά από πού έρχεται σε αυτό το μέρος που ζω η αγάπη;

Ο ξένος



Κοιμάται μέσα μου ένας άνθρωπος
Τον ένιωσα χθες καθώς με βρήκε το σκοτάδι
Κάπως κουρασμένη πάνω σε ένα στρώμα
Κάτω από μια κουβέρτα
Πίσω από κάποια όνειρα
Μπροστά από τόση ζωή
Στην αρχή ξαφνιάστηκα με αυτό το σώμα το ξένο ν’ ανασαίνει μέσα μου
Μετά σιγά σιγά με γέμισε με άγρια προσδοκία
Πως είναι αυτός ο ξένος μια πόρτα στα αδιέξοδα που γερνάνε μαζί μου
σαν προχωρούσε η νύχτα τον άκουγα τον ξένο να κοιμάται
και τον σκεφτόμουν γιατί εγώ έστεκα αμετάκλητος
με ένα κενό να μου κρατά τα βλέφαρα μην κλείσουν δρόμο προς τη σκέψη
τι να την κάνω τη σκέψη σκεφτόμουν
εκείνος δεν την χρειάζεται
υπάρχει σιωπή
σιωπή
κι άλλη σιωπή
ας μου το ‘λεγαν πως μια νύχτα μονάχα χωρούσε τόση σιωπή
και δεν θα έμενα ποτέ μου μόνη με τη ζωή
να τη μοιράζω σε λεπτά, που μετρούν το βάρος της σε χρόνους, σε χρόνους που χωρίζουν τη μια σκέψη απ’ την άλλη.
Όσο μεγάλωναν οι ώρες και ποτιζόταν το σκοτάδι με χρώματα τις ημέρας
Κι ερχόταν ο ύπνος να περιμαζέψει ότι είχε απομείνει από τον άνθρωπο
Ένιωσα το δωμάτιο να βαραίνει
Κι εκείνο το ένα λεπτό,
Εκείνο το μοιραίο λεπτό της αναγνώρισης που μας χωρίζει απ’ την ημέρα που ανασαίνει εμπρός μας
Θυμήθηκα τότε τον ξένο
Τον άφησα σε κάποια τάξη όταν ήμουν έφηβος
Ζητούσε να με κάνει άνθρωπο μα δεν περνούσε τα μαθήματα
Κανένα μάθημα της ζωής δεν περνούσε ο ξένος
Κι έτσι αφεθήκαμε τραβήξαμε ο καθένας ένα δρόμο δικό μας
Ο ένας μέσα στον άλλο
Σαν μια προσδοκία μέσα στην ίδια της την πράξη
Καθώς σβήνουν οι εικόνες θυμάμαι τι ήθελα να γίνω όταν μπορούσε ο νους μου να φανταστεί το άπειρο
Και ύστερα πριν κοιμηθώ εκείνο το στιγμιαίο δευτερόλεπτο πριν κλεισουν τα μάτια μου
Αφήνω ένα χαμόγελο κι ενα δάκρυ
Ακούγοντας τον ξένο να κοιμάται.