Τετάρτη 16 Μαΐου 2012

Υποβολή


Ανάμεσα από τα κάγκελα του μπαλκονιού του σπιτιού σου αφουγκραζόμουν τον ίσκιο της νύχτας. Κρέμονταν τα πόδια μας στη σιωπή και στο τραγούδι του γκιόνι το νυχτερινό που ρυθμικό σταμάταγε ν’ αρχίσει απ’ την αρχή, σαν την καρδιά σου. Πρώτη φορά έφερα το φεγγάρι τόσο κοντά στα χείλια μου. Το έβλεπα να καθρεφτίζεται στα πόδια σου, στις ομορφιές και τις ατέλειες τους  κι ερωτευόμουν τη στιγμή μέσα από εσένα που παρατηρούσες μέχρι και τη μυρωδιά απ’ τα νυχτολούλουδα που ταξίδευε κάπως μεθυσμένη στην υγρασία του Αυγούστου. Δεν ήξερα τι σήμαινε αυτό. Όταν σε κοιτούσα όμως καταλάβαινα. Δεν μου άρεσε η ποίηση αλλά άρεσε σε σένα τόσο που καμιά φορά νόμιζα πως ήσουν ποίημα. Να σε διαβάσω κι ας μην σε καταλαβαίνω, να σε νιώσω κι ας μην μπορώ να σ’ εξηγήσω σε κανέναν. Τα χέρια σου ήταν βαλμένα να στηρίζουν το σώμα σου. Και τα δικά μου, να σε μιμούμαι. Κι ας ήθελα να τα τυλίξω γύρω σου, η νύχτα δεν μ’ άφηνε, δεν είμαι άντρας ακόμη μα όταν θα γίνω θα σ’ αγκαλιάζω όποτε θέλω. Έτσι έχω αποφασίσει. Τα μαλλιά σου έπεφταν στα χέρια σου, στις παλάμες και στο τσιμέντο να το ντύσουν απ’ το σκοτάδι κι εγώ κουνούσα τα πόδια μου αμήχανα να γίνω εκείνο που ψάχνεις και να μείνω εγώ που γνωρίζεις. Τι να σκέφτεσαι όταν χαμογελάς;  Ύστερα με κοίταξες και χαμογέλασες ξανά σαν να ήσουν ερωτευμένη. Ο έρωτας καμιά φορά είναι εκείνο το αμήχανο αστείο που έκανα για να γελάσεις, να μην προσέξεις πως σ’ αγαπάω. Το μπαλκόνι του σπιτιού σου ήταν πολύ ψηλά. Πώς και δεν είχαμε ανέβει ποτέ εδώ; Σκεφτόμουν πως μάλλον έφταιγε η θεια σου. Ή η ποίηση που θέλει συνέχεια να βλέπεις τριγύρω σου και την παραμικρή σπιθαμή του κόσμου. Την αράχνη που πλέκει τα νήματα της σαν τις μοίρες την κάνει γυναίκα να ξαπλώνει στην αιώρα του Μπάτη.  Όσο σε κοιτάζω τόσο πιο όμορφη μου φαίνεσαι. Έβαλες το χέρι σου πάνω στο δικό μου και τ’ αστέρια άστραψαν και η καρδιά μου αναπήδησε. Κι ας με κοιτούσαν τα μάτια σου ζαλισμένα απ’ τον έρωτα «Χάνονται οι αγάπες» μου είπες. Σε κοίταξα και σκέφτηκα τι θα πει να είσαι άντρας, και θυμήθηκα τ’ αστεία σου και το γέλιο σου. Θυμήθηκα να με πνίγεις στη θάλασσα, να μου χύνεις το νερό μου όταν το πίνω και να θυμώνω, να μου φωνάζεις όταν σε πειράζω.
«Όχι η δική μας».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου