Ήταν ένα παιδί κι όμως στα μάτια της παγίδευε το βλέμμα μιας γυναίκας και στο βλέμμα της έπνιγε όσους την ακουμπούσαν, σαν σειρήνα. Ύστερα χόρευε πάνω απ’ τα πτώματα. Κατέβαινε τα σκαλιά χοροπηδώντας και άφηνε τον κόσμο να την κοιτάει χωρίς να ξέρει αν τη λυπάται ή τη ζηλεύει. Αυτή τη γυναίκα αγάπησα. Και στο γράμμα μου στον κόσμο ένα πρωί με ξύπνησαν οι σκέψεις της σαν παιδί στα σπλάχνα μιας γυναίκας, αεικίνητο, ανήσυχο ένα με το σώμα και τη σκέψη μου.
Πάντα με κυβερνούσε αυτή η γυναίκα. Ένα παιδί που έπαιζε πάντοτε με τη λογική μου, με τα λόγια της θρυμμάτιζε κάθε πραγματικότητα που έχτιζα να την αγκαλιάζει. Σαν να μην έφτανε κανένας κόσμος να την τυλίξει στην αγκαλιά του. Έψαχνε μια αγκαλιά καμιά φορά και αν δεν μου το είπε ποτέ, ένα βράδυ αρπάχτηκε σαν τον αγέρα που γέρνει τις ιτιές από πάνω μου και ακούμπησε το κεφάλι της στο στήθος μου να γνωρίσει το αίμα να κυλά και να πάλλεται κάτω απ το μέτωπο της. Στ’ αυτιά της αντηχούσαν πάντα τραγούδια και η θάλασσα και όταν χαμογελούσε σήκωνε τα αστέρια να τη ζηλέψουν. Όχι για την ομορφιά της, γιατί με την ομορφιά της μορφής δεν συμφιλιώθηκε ποτέ, κι ας ήταν στα μάτια μου μια γη για τα φεγγάρια του νου μου. Μα με το πνεύμα. Και εκείνο ήταν που με μπέρδευε περισσότερο.
Την κυνηγούσα χρόνια ίσως δυο ίσως τέσσερα ποιος ξέρει. Να την αποκτήσω, να γίνει δική μου, να την ακουμπάω και να ξέρω ότι μου δίνεται. Κι ας μου έδινε εκείνο που ήθελα ως τώρα, ποτέ δεν ήταν αρκετό. Το σώμα. Εγώ ήθελα το νου, ήθελα τη σκέψη, ήθελα ένα παλάτι να χτίσω να την κλείσω με τον έρωτα μου για κείνη, ν’ ανοίγει τα παράθυρα τα πρωινά να ακούσει πως την αγαπάω κι ύστερα να ζει με την ευτυχία της αγάπης μου. Μια μέρα μου είπε πως θα την αλλάξει ο έρωτας της για μένα και νόμιζα πώς ο ουρανός άλλαξε θέση. Η γυναίκα μέσα της με κυβερνούσε μα ο ερωτάς της φωτιά που την καίει και όπως οι νύμφες ή τα παιδιά δεν ξέρω πια με τι μοιάζει αυτό που γνωρίζω στα χέρια της, στα μάτια της, ζητάει τη μέθη κι ας μην ξέρει να τη διαχειρίζεται, μήτε τον εαυτό της, ζητάει τον κόσμο έτσι όπως το θέλει εκείνη.
Δεν ήθελε να αποκτηθεί και το γνώριζα. Βάφτιζε με την προδοσία εκείνους που ζωγράφιζαν ορίζοντες να την μαγέψουν, κι ας τη μάγευαν. Κάτι πάνω της μου έμαθε πως αγαπούσε την ελευθερία πιότερο κι απ’ τον έρωτα. Μονάχα σε τύραννους του μυαλού της κλεινόταν καμιά φορά κι εγώ την κοιτούσα να μπλέκεται, να ξεμπλέκεται, να φωνάζει, να με κοιτάζει, να χαμογελά, να κλαίει, να ζει όπως ζει μέσα στη σκέψη μου ακόμη και τώρα. Κι όσο σκέφτομαι τις αλήθειες που άκουγα από μέσα της, τόσο πιστεύω πως η ελευθερία ήταν εκείνο που την κράτησε να γυρίζει πίσω σε μένα. Γιατί εκεί που οι ο κόσμος της φώναζε να γυρίσει πίσω, να μην τολμάει εγώ από τη δίψα μου ν’ ακούω εκείνη τη φωτιά που φυλάει μέσα της που σαν πυρκαγιά απλώνεται τα καλοκαίρια στα χέρια μου που σαν οπτασία φουντώνει στα μάτια της όταν με κοιτάζει, και ολοκαύτωμα ανάβει όταν φωνάζει το όνομα μου, την άφηνα να χαθεί κι ας με πρόδιδε.
Μα σαν οι μέρες περνάνε όλο και γνωρίζω και τούτες οι σκέψεις με κυριεύουν. Κι ενώ την περίμενα κάποτε, καράβι ακυβέρνητό που το σπρώχνει το κύμα στο λιμάνι κάτι έχει αλλάξει. Τη θυμήθηκα πως χόρευε στο δρόμο και γελούσε, και γελούσα κι εγώ που ήταν ευτυχισμένη και ύστερα θυμήθηκα τα λόγια μου «εγω για σένα», «για πάντα» , «εδώ» και «σ’αγαπάω». Τάχα δεν γνώριζε; Γνώριζε τα πάντα, σαν μάγισσα. Ποτέ της δεν ζήτησε όμως και τούτο είναι που ξεχνάω τέτοιες στιγμές, ότι ποτέ της δεν ήθελε στεριές και δωμάτια να την κλείσουν , το σ’ αγαπώ κολώνες να στοιχειώνει τις πόρτες τους να το αντικρίζει σαν ξυπνά χαράματα να μ’ αγκαλιάζει. Στην απόκτηση που ψάχνω, θα θαφτεί κάτω απ’ το πάντα, απ’ το γνωρίζω, σε σάπια κιβώτια θα κλειστεί μέχρι να χάσει το χαμόγελό της. Στα λόγια της την αποκτώ κάθε μέρα, σαν αγέρας που φυσάει να δροσίσει τη φωτιά κάτω απ τους ήλιους, με το τίποτε. Μα άνθρωποι σαν τις νύμφες αποκτούνται ολοκληρωτικά ή για πάντα. Θα μεταλαμβάνω τη σιωπή της για εκείνη την ελευθερία που την κρατάει κοντά μου ως το πάντοτε;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου