Τρίτη 17 Απριλίου 2012

Η ερωμένη του ποιητή


Θέλω να γράψω. Πόσες μέρες, και ώρες και στιγμές με βασανίζει  αυτό το πάθος. Το χαρτί που απλώνεται μπροστά μου ουρλιάζει μέρα με τη νύχτ, ζητά  μια απόδειξη, μια στιγμή που θα αρχίσει ο χρόνος. Ο χρόνος που χωρίζει τη ζωή από αυτό που ήταν μέχρι να γράψω την πρώτη σελίδα. Πόσα τραύματα κείτονται τσαλακωμένα στο πάτωμα μέχρι εκείνη τη στιγμή. Πόσες νύχτες που ο καφές αρωματίζει το σπίτι και τα τσιγάρα σβήνουν το ένα μετά το άλλο, η λάμψη τους  χάνεται και η μυρωδιά τους απλώνεται στα δάχτυλα στα χέρια εκείνα που δεν γράφουν μόνο μονολογούν το επιδίκειο τους μπροστά στη λευκή σελίδα.

Θέλω να γράψω λοιπόν. Με αυτή τη δίψα ξυπνάω κάθε μέρα, με αυτή τη δίψα γεννήθηκα στα σώθηκα μου. Καμιά φορά δεν ξέρουμε τι ζητάμε στη ζωή ούτε κι εγώ ξέρω. Η αναζήτηση μιας ιδέας ουδέποτε υπήρξε συγκεκριμένος στόχος, παρά μια ακαθόριστη πορεία ζωής που σε βγάζει σε νύχτες ατέρμονες με μουσικές μισοτελειωμένες, χαμόγελα σφαλιστά και ανθρώπους με γαλαζένια αγάπη να γυαλίζει στις μέρες τους.

ΤΙ είναι η γαλαζένια αγάπη, είναι μια αστεία λέξη… Οι λέξεις δεν είναι παρά εντυπώσεις. Η γαλαζένια αγάπη δεν είναι παρά η εντύπωση που χαράζεται στο νου του αναγνώστη σαν  την περνά απ τα μάτια του. Δεν υπάρχει στο λεξικό ετούτη η λέξη κι αυτό γιατί τη δημιούργησα. Έτσι είναι η «αφαίρεtiκότητα» στη ζωή.. δημιουργεί εντυπώσεις. Πόσο θαύμαζα εκείνες τις λέξεις ανάμεσα στις γραμμές των κειμένων που διάβαζα μικρή τις νύχτες. Εκείνες που δεν κατανοούσα μα η εντύπωση του ακούσματός τους με ταξίδευε σε εξωτικά μέρη αλλοτινά με έβγαζε από τα δροσερά καλοκαιρινά σεντόνια και τη σκονισμένη ανυπόφορη πεθήμηση του τότε σε μια ξένη ανεξερεύνητη διάσταση του μέλλοντος, στη δημιουργία. Η δημιουργία δεν ήταν παρά μόνο εκείνη η στιγμή, εκείνη η λέξη που ανάμεσα στις άλλες που ο κόσμος είχε διαλέξει για μένα , ετούτη τη διάλεγα εγώ. Και από όλα τα βιβλία που στέκονται σαν γερασμένα χρόνια στη βιβλιοθήκη της τύχης μου όταν ξυπνώ τα βράδια και τα αγναντεύω εκείνα που έμειναν και εκείνα που ξεπηδούν από μέσα τους δεν είναι παρά εκείνες οι λέξεις που μόνον εγώ μπόρεσα να καταλάβω με τούτο τον τρόπο όπως κανένας άλλος σε αυτόν τον κόσμο.

«Μοναδικότητα», σκέφτηκα, μόνον ετούτο λείπει στη σελίδα μου. Γυρίζω πολύ συχνά τα βράδια και μένω ξάγρυπνος ως το πρωί για να διαβάζω, για να μαγεύομαι απ τη μαγεία που αδυνατώ να προσφέρω στον κόσμο. «Προσφέρω» πόσο πικρή λέξη, απάνθρωπή. Στην εγωιστική υπεροχότητα του ανθρώπου η προσφορά είναι μια λέξει που χάνεται στα «μαγικά βιβλία». Σαν ο ποιητής κυνηγάει το όνειρο και το ντελίριο καμία προσφορά δεν στέκεται μεγαλύτερη από κείνη του νου.

Μεγάλο πράγμα ο νους. Μεταμορφώθηκα σαν άρθρωσα τις 4 λέξεις. Έγινα γέρος, βρέθηκα σε μια σάπια καρέκλα στην άκρη του νησιού μου, φορούσα ένα ζευγάρι ξεχασμένα μάτια και μια σκυφτή μορφή να γέρνει τη σοφία μου. Νύχτωνε καθώς άρθρωνα τα λόγια και έκλεινα τα μάτια στη θύμηση του χρόνου που πια περνάει σαν τον αγέρα κάτω από τα παραθύρια του νησιού μου. ΤΟ χρόνο που φέρνει η θάλασσα και σπέρνει στις ακτές μας  τον χτυπάει στα κύματα με φούρια μην και ξεχάσουμε τις μέρες που περνάνε όπως χτυπάει ο χτύπος του ρολογιού, μετράει τους χτύπους της καρδιάς μας.
Με μια πνοή γύρισα πάλι στο διαμέρισμά μου. Αυτό είναι ο συγγραφέας, ένας ταξιδευτής των σκιών. Ένας θεατρίνος του χαρτιού. Στέκεται σε μια καρέκλα τις νύχτες που περνούν αργά. Αφουγκράζεται τις μυρωδιές που ξεφυσάει ο θνητός ύπνος στα παράθυρα του και δυο ψίθυροι τις νύχτας φτάνουν να σηκώσουν το άγρυπνο κορμί του σε ένα παραλήρημα εικόνων, αραδιάζει λέξεις στο χαρτί του, δεν είναι λέξεις είναι ο εαυτός του που χάνεται και πλάθεται, οι λέξεις τον στέλνουν σε άλλα σώματα, σε ξένα κορμιά σε άγονες γης που μόνο οι λέξεις του δαμάζουν. Κι εκείνος στέκεται αιώνια σε κοινή την καρέκλα σε ένα μέρος που δεν γνωρίζει χρόνο μήτε τόπο και περιμένει, σαν την Πηνελόπη τη νύχτα να ξυπνήσει τις θυμίσεις να σκορπίσει τις σκιές τις άγνοιας από κοντά του.

Η γλώσσα είναι το μέσο. Ένα βαγόνι στο ταξίδι του εαυτό του. Τον αλλάζει και την αλλάζει κι αυτός, πάλλονται και οι δύο στα σεντόνια της δημιουργία γνωρίζονται και στη θράκα του έρωτά τους γεννιούνται μυριάδες φωνές που τραγουδούν τη σοφία στα ράφια της αιωνιότητας. . Κι από όλες τις εκείνες γυναίκες στη ζωή του η γλώσσα θα μείνει η αιώνια ερωμένη του συγγραφέα. Δεν χωρίζονται. Πώς να χωρίσεις το δέντρο από τις ρίζες του, πώς να χωρίσεις το παιδί από τη μητέρα, τον άνθρωπο από τη συνείδηση , το συγγραφέα από τη γλώσσα του. Είναι η ψυχή του. Η γλώσσα που διαλέγει να σπρώξει στα παραμορφωμένα του γράμματα είναι η ψυχή του. Τα βρώμικα λόγια, το πάθος ο θυμός, φαντάσματα του μυαλού ένα όμορφο βράδυ.  Και σαν η ζωή , η τύχη ίσως και ο Θεός το διαλέξει γνωρίζονται ξανά, ξεχύνονται και πάλι στον ίδιο απαράμιλλο έρωτα της ζωής.

Και δεν το ξέρει. Εκείνος που γράφει ζει σε μια κατηγορική άγνοια. Δεν γνωρίζει πως στον έρωτα ετούτο δημεύει την ψυχή του, πως γράφει για εκείνα που δεν μιλιούνται και δεν βλέπονται και πως η γυναίκα που χαϊδεύει τα χείλια της σε ένα γαλλικό καφέ στα περίχωρα του Λονδίνου είναι εκείνος. Η  δήμευση της ψυχής είναι ένα καταραμένο χάρισμα του πλάστη που «κατ ‘εικόνα και καθ’ ομοίωση» υποκλίνεται στο ανώτερο επίπεδο της ανθρώπινης ύπαρξης γονατίζει στη δημιουργία. Η δημιουργία είναι το μεγαλύτερο παραισθησιογόνο που τρέχει στο αίμα και στο βλέμμα του ανθρώπου και χάνεται και γυρίζει μόνο όταν του αποζητάει εκείνη, όταν αποζητά το αίμα, τα λόγια, τον έρωτά μας. Η ερωμένη του ποιητή ζητά να τον  γνωρίσει και πάλι κι εκείνος σαν από σειρήνες  τραγούδια να κυλούν στις αισθήσεις του χάνεται.

Στην κατηγορική άγνοια του θολωμένου ετούτου νου βρίσκεται και τούτο: πως εκείνος που γράφει ξεχνά πως είναι ο κόσμος. Σαν το βάρος του «είναι» καθίσει πάνω στο μέτωπό. Δεν χύνονται πια οι λέξεις στο χαρτί δεν χωρίζονται πια γιατί η καρδιά σου δέθηκε με τούτο τον κόσμο και η συνείδηση σου δεν έχει χώρο πια να πλάσει έναν άλλο. Αυτή είναι η «πρωταρχική προϋπόθεση του δημιουργού» να αρνηθεί τον κόσμο έτσι όπως είναι, να ζει κρεμάμενος στο υπερεγώ, να ονειρεύεται τα βράδια την αλήθεια και να ξυπνά στη ζωή για να χαρεί την όμορφη γεύση που του χαρίζει το πλάσμα του νου του.

Χαράζει. Ζήτησα από τον εαυτό μου να απομακρυνθεί από τούτες τις σκέψεις. Δεν είμαι σίγουρος γιατί μα δεν θέλω να χάσω τα λογικά μου. Ίσως γι αυτό δεν κατάφερα τίποτε μεγάλο ως τώρα στη ζωή μου με κρατάει ο φόβος της παράνοιας. Η παράνοια…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου