Έδεσα τα χέρια μου σ ’ένα
κατάρτι ,
στις τρικυμίες να με
σύρει,
να μάθω τι θα πει να
ζεις.
Κι έσφιγγε ο κόμπος
στα χέρια μου και πονούσα,
μα δεν άφηνα τον πόνο
να τρέξει στο σώμα μου.
Από αδυναμία να τρέξει.
Και φώναζα σ αγαπώ στη
θάλασσα,
λες και ξέρω δα τι
σημαίνει
Μόνο τον εαυτό μου
αγαπούσα λέει.
Ποτέ πραγματικά
τίποτες.
Κι όσο έσφιγγε ο
κόμπος έκλαιγα, μα η καταιγίδα με σκέπαζε, να βρέχει
να μην γνωρίζω αν ζω ή
αν με ζει ο κόμπος στο κατάρτι.
"Πονάω" φώναζα όταν
κούναγαν τα κύματα στα πέλαγα τα σπασμένα
Κι έσφιγγε ο κόμπος
κάθε φορά που έλεγα τη ζωή πως αγαπάω,
Κάθε φορά που έλεγα
πως φτιάχτηκα για κύματα και θάλασσες μεγάλες
Κι έπλεκε ο αέρας τα
μαλλιά μου σημαία να με φυλάξει.
Σε ένα βράδυ απ' την
αγάπη μου τον έσπασα και βούτηξα στη θάλασσα
Να με καταπιεί το κύμα
Σαν έπρεπε να πεθάνω
Για να ζήσω
Χαλάλι ας ελευθερωθώ
Κι ας σ’ αγαπάω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου