Φούσκωναν και ξεφούσκωναν τα πανιά σαν ν’ ανάσαιναν οι πίγκοι από μακριά της. Ένα ζευγάρι ροζιασμένα χέρια άδραξε τα κίτρινα χόρτα , τη ζωή τους που ήπιε σταγόνα ο Αυγουστιάτικος ήλιος, να γύρει μήπως και η ματιά της φτάσει κοντύτερα στη θάλασσα. Τίποτες. Υπάρχει λόγος που ο Θεός μας έδωσε πόδια κι όχι φτερά.
Κοίταξε ψηλά τη σιωπή. Κι εκείνη της σφάλισε τα μάτια, μην τα τσουρουφλίσει το καλοκαίρι. Κανείς δεν κλαίει σε τούτο το νησί. Σαν κάποιος αμαρτία να βάφτισε τα δάκρυα και από φόβο μην πληγώσουν το όνομα του Κυρίου που γέρνει απ’ όρμο σ’ όρμο να φρουρεί τη θάλασσα, δίπλα του κουρνιάζουν να γονατίσει ο πόνος το ανάστημά τους.
Εκείνη στεκότανε όρθια πάντοτες κι ας χτυπούσαν τα γόνατά της της ζωής οι τύψεις, το βίος σακί κι ας κουβάλαγε βάρος, απάνουκάτω στο νησί να το θαυμάσουν οι γειτόνοι πατεράδες να λαμπιρίζει στον ήλιο ιδρωμένο. Τα χείλη δάγκωνε μονάχα κι από μικρή δυο καφετιές γραμμές είχαν καταχωνιαστεί ανάμεσα τους. «Γιάτρα κατά δω και θα σε κυνηγήσω με την παντόφολα» της φώναζε η θεια της κι εκείνη κρυβόταν πίσω από τα ξύλα του χειμώνα και φώναζε «Ό, τι θέλω θα κάνω». Και ξανά. Και σαν μεγάλωσε και της φώναζε η ζωή, έδινε την ίδια απάντηση. Μα σαν έψαχνε κείνα τα ξύλα να καλύψει τη γύμνια της τα καιε ο ήλιος φωτιά, οι αναθυμιάσεις σεργιάνι να κάνουν στο χωριό, παραισθήσεις να γεννήσουν.
Ερχόταν από γενιά γυναικών άτρωτες, σκληρές, σαν τις ελιές που μορφαίνουν τον τόπο. Τρυφερές σαν τους καρπούς τους, πιστές όπως οι ρίζες στο χώμα, μ’ ένα νήμα βαθύ που κόβεται με τη ζωή τους. Κι ίσως μήτε και τότε. Κάτω από τούτο τον τόπο θάβονται, να φάει το αλάτι τα μάτια τους, να θρέψει το αίμα τους γιούς και τους αφεντάδες του τόπου. Και σαν τις ελιές που ορθώνονται απ’ τις ρίζες τους αγέρωχα και σκυφτά να καθρεφτίσουν τη γη που τις γέννησε, έτσι και στο πρόσωπο της, όλα απλωμένα σαν χάρτης αδιάβαστος: η σκληράδα του χρόνου, της μάνας, της κόρης, της τιμής και της αξίας που σαν αρρώστια ασπρίζει τα κεφάλια το ένα μετά το άλλο παρθένα.
Είχε μαύρα μαλλιά κι η θέρμη τα ζέσταινε να βράσουν από κάτω οι σκέψεις. Κοίταξε τη θάλασσα απουκάτω που ήταν απλωμένη. Μια βουτιά μακριά, ο γκρεμός κι ύστερα το τίποτα το γαλάζιο. Κι ήταν όμορφη. Όλες οι γυναίκες του χωριού ήταν όμορφες, είχαν εκείνη την άγρια, ακατανόητη ομορφιά που έχουν τα αγρίμια. Δεν ήταν μυστήριες, μα η αρσενικότητα τους έκρυβε κάτι το ελκυστικό και το επικίνδυνο.
Σήκωσε τα πανωφόρια της να φανούν τα πόδια της να τα κοιτάξει ο Θεός και ν’ αμαρτήσει. Για κάποια πράγματα δεν υπάρχει συγχώρεση. Όχι από τον Κύριο τον επιούσιο, εκείνος συγχωρεί τα πάντα, λιβάνι φτάνει να καίει, η μυρωδιά να αλωνίζει τις εικόνες, να σμίγει τα πάθη σε ένα ντελίριο, αλλά από τον άνθρωπο τον αλληλέγγυο. Τα δικά του τα πάθη, ασυγχώρητα. Ένας σταυρός στην αθανασία, ένας περίπατος στην άσφαλτο που τσουρουφλίζει, στην κόλαση που αναστενάζει ως τη θάλασσα, στον Ιούδα που περιμένει ακόμη ένα φιλί χαμογελαστός κι ανίερος, απ’ τα κλαδιά των ελιών που κρέμεται περιμένοντας ο Κύριος να τον προδώσει πίσω.
Ξαπλωμένη στη γη που τη γέννησε ούρλιαξε ν’ ακουμπήσει τα βουνά, σαν γυναίκα. Τη φωνή της κατάπιαν οι τζίτζικες και τα πουλιά. Η φύση τη σκέπασε και σε ένα στιγμιαίο χρόνο, γύρω της ξανάγινε καλοκαίρι κι εκείνη αγνοήθηκε. Κανείς δεν κλαίει σε τούτο το χωριό.
Αναστέναξε, να θυμηθεί το σύμπαν τη φωνή της. Μόνο εκείνη τη φωνή θυμάται το σύμπαν. Εκείνη που μας κάνει Θεούς. Που περνούν γενιές τούτου του τόπου πεθαμένοι κουτοί, γεννημένοι σκλάβοι ν’ ακούνε τον γλάρο ν’ αρπάει το ψάρι και να τους φωνάζει η ελευθερία να αγαπήσουν κι εκείνοι να προσκυνάνε την τιμή, την κατάρα που ακολουθεί εμάς τους ανθρώπους, την «υπόληψη» άγραφο χαρτί που γράφουμε τ’ όνομα μας να κολλήσουν καταδίκη οι «άλλοι» χαρτόσημα τις πράξεις μας.
Περπάτησε το λόφο να βρει το σπίτι της λευκό, να την περιμένει ορθάνοιχτο. Και ποιος όρισε εκείνο το διάβολο την αμαρτία να τον προσκυνήσω; Ήταν παιδί και της δένανε τα φουστάνια να γίνουν ένα με το κορμί της, να σκληρύνει η μέση της κολόνα να σηκώσει σπίτια και άντρες στους ώμους της. Παιδιά αγρίμια, όπως κι εκείνη να τα πάρει η θάλασσα με δάκρυα άκλαυτα, χαρακιές να γίνουν στα μάτια της. Κανείς. Κι έτσι φίλησε τον Ιούδα. Ηδονικά μην και κοπεί η ανάσα της απ’ τα ζωνάρια που τη δένουν σε τούτο το μέρος που το αγαπά φυλακή με το αίμα της.
Πατώντας το κεφαλόσκαλο ακουγόταν ο θάνατος απ’ τα πατζούρια. Έτρεχε η τιμή η λαβωμένη να καταγγείλει το αγρίμι που διάλεξε το φεγγάρι από τα νυσταγμένα κρεβάτια. Κι ας με σκότωναν. Τώρα ξέρω τι φωνή έχει ο Παράδεισος. Ξέρω, γιατί του έδωσα τη δική μου. Εκείνο που ακούω όταν σέρνεται η καρδιά μου ανασαίνοντας. Όχι έτσι. Έτσι όπως το διάλεξε ο πίθηκος που μας μετάλλαξε σε ανθρώπους. Μια υποταγή σε αυτό που νιώθω και σε τίποτα άλλο. Είμαι άνθρωπος, , ελεύθερη είμαι και σκέφτομαι και ανασαίνω, και πεθαίνω κάθε μέρα. Μα τη μέρα που ο θάνατος θα μου φιλήσει τα βλέφαρα θα δοθώ σε σένα που με γέννησες, χαμογελώντας. Έζησα ευτυχισμένη ακούγοντας τον Παράδεισο να μου κρένει όπως κανένας, να μου κλαίει με τον ήλιο να στεγνώνει τα μάτια του.
Γιατί μας δόθηκε το σώμα τότες; Για τον ίδιο λόγο που μας δόθηκε το κρασί. Ή για κείνον που έδωκεν ο κόσμος το τσόφλι στα σαλιγκάρια να έρπονται ανάμεσα απ’ τις πέτρες μέχρι το φως να στεγνώσει τη ζωή απ’ τα σπλάχνα τους. Γιατί μας δόθηκε η ηδονή; Πάθος να γίνεται να ποτίζει το σώμα με μνήμες μην μείνει κουφάρι νηφάλιο αίμα και χώμα και νερό να φωνάζει η ψυχή του τα τραγούδια του τόπου του τζίτζικα, του Αυγερινού τα μουρμουρητά ν’ ακούσει.
Περπάτησε στο κατώφλι σκυφτά, σκιρτά, περήφανα.
Έφευγαν οι πίγκοι από μακριά της και τη χαιρετούσαν.
Και μ’ ένα αντίο στη μάνα της την Πούλια και τη θάλασσα την μοιροκλέφτρα έβαλε τα δυο της χέρια να σκεπάσει η ντροπή κι ο έρωτας το κρίμα πάνω απ’ τη κοιλιά της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου