Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2013

Ο ξένος



Κοιμάται μέσα μου ένας άνθρωπος
Τον ένιωσα χθες καθώς με βρήκε το σκοτάδι
Κάπως κουρασμένη πάνω σε ένα στρώμα
Κάτω από μια κουβέρτα
Πίσω από κάποια όνειρα
Μπροστά από τόση ζωή
Στην αρχή ξαφνιάστηκα με αυτό το σώμα το ξένο ν’ ανασαίνει μέσα μου
Μετά σιγά σιγά με γέμισε με άγρια προσδοκία
Πως είναι αυτός ο ξένος μια πόρτα στα αδιέξοδα που γερνάνε μαζί μου
σαν προχωρούσε η νύχτα τον άκουγα τον ξένο να κοιμάται
και τον σκεφτόμουν γιατί εγώ έστεκα αμετάκλητος
με ένα κενό να μου κρατά τα βλέφαρα μην κλείσουν δρόμο προς τη σκέψη
τι να την κάνω τη σκέψη σκεφτόμουν
εκείνος δεν την χρειάζεται
υπάρχει σιωπή
σιωπή
κι άλλη σιωπή
ας μου το ‘λεγαν πως μια νύχτα μονάχα χωρούσε τόση σιωπή
και δεν θα έμενα ποτέ μου μόνη με τη ζωή
να τη μοιράζω σε λεπτά, που μετρούν το βάρος της σε χρόνους, σε χρόνους που χωρίζουν τη μια σκέψη απ’ την άλλη.
Όσο μεγάλωναν οι ώρες και ποτιζόταν το σκοτάδι με χρώματα τις ημέρας
Κι ερχόταν ο ύπνος να περιμαζέψει ότι είχε απομείνει από τον άνθρωπο
Ένιωσα το δωμάτιο να βαραίνει
Κι εκείνο το ένα λεπτό,
Εκείνο το μοιραίο λεπτό της αναγνώρισης που μας χωρίζει απ’ την ημέρα που ανασαίνει εμπρός μας
Θυμήθηκα τότε τον ξένο
Τον άφησα σε κάποια τάξη όταν ήμουν έφηβος
Ζητούσε να με κάνει άνθρωπο μα δεν περνούσε τα μαθήματα
Κανένα μάθημα της ζωής δεν περνούσε ο ξένος
Κι έτσι αφεθήκαμε τραβήξαμε ο καθένας ένα δρόμο δικό μας
Ο ένας μέσα στον άλλο
Σαν μια προσδοκία μέσα στην ίδια της την πράξη
Καθώς σβήνουν οι εικόνες θυμάμαι τι ήθελα να γίνω όταν μπορούσε ο νους μου να φανταστεί το άπειρο
Και ύστερα πριν κοιμηθώ εκείνο το στιγμιαίο δευτερόλεπτο πριν κλεισουν τα μάτια μου
Αφήνω ένα χαμόγελο κι ενα δάκρυ
Ακούγοντας τον ξένο να κοιμάται.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου