Ξεχασμένο με γνώρισε ένα φύκι.
Πλάγιασε στο κομμάτι εκείνο της κοιλιάς πλάι στα δυο κόκαλα
που βαστούν την ανθρωπότητα σαν ξύλα,
να κρατηθεί απ’ τα κύματα,
να τσουρουφλιστεί απ’ το κορμί
και τον ήλιο που τον κοιτά σα δαίμονας να το τελειώσει.
Κείνο, αρμένης.
Περίπατος που δεν τελειώνει η θάλασσα,
σαν τη μόρφωση, απύθμενη, απέθανη.
Ν ’ακουμπάς την κεφαλή σου στα κύματα,
να ρουφούν τις ώρες,
να σπρώχνουν το κεφάλι με φούρια,
με θυμό,
μην το βουλιάξουν οι στεναχώριες
μην το πνίξουν τα βουνά απάνθενέ σου
μην το ξεχάσει η ζωή ολότελα.
Και ποιος θα το χαιρετήσει τότε;
Ποιος θα του πάρει τ’ αστέρια απ’ τα μάτια;
Γιόμα
Έτσι γίνηκα
Κι ας μ’ έκαψε η άνοιξη
Εγώ πάντοτε θ’ αγαπώ
ένα καλοκαίρι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου