Περώνιαζε το κρύο και βγήκα έξω με τις κάλτσες ν'ανασάνω το χιόνι. Πόσα χριστούγεννα θα περάσουν έτσι καμωμένα; Ανασαίνοντας το χρόνο που περνάει μεσ'απ' τα φώτα του δρόμου τ' αποκαμωμένα. Ξέχασα ν'ακούσω για μια στιγμή τ'αυτοκίνητα και τα σπίτια, το θόρυβο που κάνει η ανθρώπινη παρουσία στο τίποτα μα ανοίγωντας τ' αυτιά μου δεν συνάντησα παρα μόνο σιωπή. Γιατί ειναι σιωπιλή η αγάπη που έρχεται τα χριστούγενα, που ανοίγεται σε τραπέζια, που ξετυλίγεται σε χαρτιά, γιατί είναι αγάπη επιλήσμων. Με το παραχρονισμένο της τίποτα γυρίζει στους δρόμους να με τσακίζει. Έτσι στερεή, αναβάλωντας το τέλος απο εκείνο το αιώνιο και διαρκές που με καταβάλει από χρόνο σε χρόνο προσπαθούσα να θυμηθώ τη φωνή μου όταν είπα το γεια σας το αντίο, το σ'αγαπώ. Μήπως και ακούσω κάπως τη μουσική της ζωής καθώς περνάει απ' το ντεκρεσεντο στο πρίμο φινάλε. Και ζητάει το μυαλό, ζητάει ο νους, ζητάνε τα χέρια, τα χρόνια, τα μαλλία, ζητάνε τα χιόνια του Δεκέμβρη με τα μάτια των φίλων να ξαναπαίξει η μουσική του εντρέ.
Ε λοιπόν δεν το θέλω το εντρε των παιδιών σας, κουράστηκε η μέση μου να υποκρίνεται οτι διψάει για κάτι παραπάνω από ενα χαρτί και το παράθυρο να περνάει η ζωή χωρίς εμένα όπως θέλει , έπεσαν τόσα ξέφτια απ' τα ριμάδια των φιλιών σας που δεν τη θέλω πια τέτοια ενορχήστροση, θα την κρατίσω για τη ζωή των ανθρώπων. Εγώ μονάχα ένα φινάλε θέλω να με χωρέσει, να με βρεί να στέκομαι μουσκεμένος από τον έρωτα της ζωής αγκαλιασμένος στα βιβλία και την ατέρμονη συντροφια των γραμμών, των διαλεγμένων λέξεων, των μορφών που γνωρίζω σύντομα, που αποχεραιτώ συνεχόμενα, που γνωρίζω σκυφτά και διακεκομένα καθώς διαλέγουν κάθε ανομοιομορφία του λόγου.
Αυτά σκεφτόμουν όταν με βρήκε ο ίσκιος στο πεζούλι. Να κάνω σκέψεις καινούριες, να τις γνωρίζω προτότυπες, σαν έρωτας με ενα νεο σώμα να μου έρχονται νωχελικά και αχόρταγα. Έτσι ήξερα πως είχε έρθει η γένεση που ζητούσα, με μανία και μάτια βραχνά, αυτιά μουσκεμένα απ' την ηχώ της περπάτησα την πόρτα αναζητώντας τη θαλπωρή του χαρτιού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου