Τετάρτη 8 Ιουνίου 2016

Ντεκρεσέντο

Περώνιαζε το κρύο και βγήκα έξω με τις κάλτσες ν'ανασάνω το χιόνι. Πόσα χριστούγεννα θα περάσουν έτσι καμωμένα; Ανασαίνοντας το χρόνο που περνάει μεσ'απ' τα φώτα του δρόμου τ' αποκαμωμένα. Ξέχασα ν'ακούσω για μια στιγμή τ'αυτοκίνητα και τα σπίτια, το θόρυβο που κάνει η ανθρώπινη παρουσία στο τίποτα μα ανοίγωντας τ' αυτιά μου δεν συνάντησα παρα μόνο σιωπή. Γιατί ειναι σιωπιλή η αγάπη που έρχεται τα χριστούγενα, που ανοίγεται σε τραπέζια, που ξετυλίγεται σε χαρτιά, γιατί είναι αγάπη επιλήσμων. Με το παραχρονισμένο της τίποτα γυρίζει στους δρόμους να με τσακίζει. Έτσι στερεή, αναβάλωντας το τέλος απο εκείνο το αιώνιο και διαρκές που με καταβάλει από χρόνο σε χρόνο προσπαθούσα να θυμηθώ τη φωνή μου όταν είπα το γεια σας το αντίο, το σ'αγαπώ. Μήπως και ακούσω κάπως τη μουσική της ζωής καθώς περνάει απ' το ντεκρεσεντο στο πρίμο φινάλε. Και ζητάει το μυαλό, ζητάει ο νους, ζητάνε τα χέρια, τα χρόνια, τα μαλλία, ζητάνε τα χιόνια του Δεκέμβρη με τα μάτια των φίλων να ξαναπαίξει η μουσική του εντρέ.
Ε λοιπόν δεν το θέλω το εντρε των παιδιών σας, κουράστηκε η μέση μου να υποκρίνεται οτι διψάει για κάτι παραπάνω από ενα χαρτί και το παράθυρο να περνάει η ζωή χωρίς εμένα όπως θέλει , έπεσαν τόσα ξέφτια απ' τα ριμάδια των φιλιών σας που δεν τη θέλω πια τέτοια ενορχήστροση, θα την κρατίσω για τη ζωή των ανθρώπων. Εγώ μονάχα ένα φινάλε θέλω να με χωρέσει, να με βρεί να στέκομαι μουσκεμένος από τον έρωτα της ζωής αγκαλιασμένος στα βιβλία και την ατέρμονη συντροφια των γραμμών, των διαλεγμένων λέξεων, των μορφών που γνωρίζω σύντομα, που αποχεραιτώ συνεχόμενα, που γνωρίζω σκυφτά και διακεκομένα καθώς διαλέγουν κάθε ανομοιομορφία του λόγου.
Αυτά σκεφτόμουν όταν με βρήκε ο ίσκιος στο πεζούλι. Να κάνω σκέψεις καινούριες, να τις γνωρίζω προτότυπες, σαν έρωτας με ενα νεο σώμα να μου έρχονται νωχελικά και αχόρταγα. Έτσι ήξερα πως είχε έρθει η γένεση που ζητούσα, με μανία και μάτια βραχνά, αυτιά μουσκεμένα απ' την ηχώ της περπάτησα την πόρτα αναζητώντας τη θαλπωρή του χαρτιού.

Τρίτη 7 Ιουνίου 2016

Afternoons

The more I want to talk to you and I don't the more I write.
In the end, in my attempt to forget you I might end up writing you into being
the very root of my existence.

Don't write poems about me

I really think I could ever trust a man who would write poems about me. As if writing poems carries with its grandness an element of imminent disloyalty that is only disclosed to the one who writes himself. Is it that inspiration is unfaithful or that it is self loving? Or is it simply me who cannot stand the clarity and immediacy of my own reflection in the words of others, a tremble of they coming at me like a crystal jar over a kitchen fly.

In these words alone, one can see how love is born on the contrapositives.
I hate for what is.
I love for what is not.

There's also something else that would bother me though. His writing about me can't be but the result of an indeliberate attempt to find, an outcome of an inveterate search in the everything that exists and disappears in the presences of people in all the noises and unclarities, the surrealisms of any given togetherness. In search emerges the poet's condition, the decomposition of constructible realities, a licence to aberrate that defines what is created from the leftovers of what is.

This precise restlessness about the state of affairs is what would drive me mad. For I can't believe my soul was fabricated to withstand being the object of that much searching.