Σάββατο 26 Μαΐου 2012


Σηκώθηκαν τα φεγγάρια κόκκινα
Και έσυραν τις σκιές απ’ τα κλαδιά, μαλλιά γυναίκας παρθένας
Αθώας που αφοσιώνεται ασύδοτα
το πρόσωπο της το ολόλευκο στη νύχτα.

Τα μαλλιά της μαύρα και η φωνή της άπατη.
Ένα βάθος άγνωστο και αγνώριμο στην άμμο.
Έρχεται η θάλασσα κάτω απ’ το φεγγάρι αλλοπαρμένη
Να τη σπάσει τη φωνή της στα κύματα τα νυσταγμένα
Βογκάει το φεγγάρι και η άμμος γλιστράει ανάμεσα απ’ τα δάχτυλά της
Τα τριανταφυλλένια
Τα αγκαθόπλεκτα

Πότε θα μας φιλέψεις μια δίψα χρυσάφι;
Μιλούν οι μέρες οι πυρόξανθες που καθαιρούν τη μνήμη της την παιδική
Απόψε
Σ’ ένα κόκκινο φεγγάρι γεννιέται ο άνεμος
Ζηλεύει η νύχτα
Κι αφουγκράζονται τα πεφταστέρια μια σταλιά ουρανό
Που ματώνει μολύβι
στα παραθυρόφυλλα της καρδιάς σου της νέας και της ξένης.

Τετάρτη 16 Μαΐου 2012

Υποβολή


Ανάμεσα από τα κάγκελα του μπαλκονιού του σπιτιού σου αφουγκραζόμουν τον ίσκιο της νύχτας. Κρέμονταν τα πόδια μας στη σιωπή και στο τραγούδι του γκιόνι το νυχτερινό που ρυθμικό σταμάταγε ν’ αρχίσει απ’ την αρχή, σαν την καρδιά σου. Πρώτη φορά έφερα το φεγγάρι τόσο κοντά στα χείλια μου. Το έβλεπα να καθρεφτίζεται στα πόδια σου, στις ομορφιές και τις ατέλειες τους  κι ερωτευόμουν τη στιγμή μέσα από εσένα που παρατηρούσες μέχρι και τη μυρωδιά απ’ τα νυχτολούλουδα που ταξίδευε κάπως μεθυσμένη στην υγρασία του Αυγούστου. Δεν ήξερα τι σήμαινε αυτό. Όταν σε κοιτούσα όμως καταλάβαινα. Δεν μου άρεσε η ποίηση αλλά άρεσε σε σένα τόσο που καμιά φορά νόμιζα πως ήσουν ποίημα. Να σε διαβάσω κι ας μην σε καταλαβαίνω, να σε νιώσω κι ας μην μπορώ να σ’ εξηγήσω σε κανέναν. Τα χέρια σου ήταν βαλμένα να στηρίζουν το σώμα σου. Και τα δικά μου, να σε μιμούμαι. Κι ας ήθελα να τα τυλίξω γύρω σου, η νύχτα δεν μ’ άφηνε, δεν είμαι άντρας ακόμη μα όταν θα γίνω θα σ’ αγκαλιάζω όποτε θέλω. Έτσι έχω αποφασίσει. Τα μαλλιά σου έπεφταν στα χέρια σου, στις παλάμες και στο τσιμέντο να το ντύσουν απ’ το σκοτάδι κι εγώ κουνούσα τα πόδια μου αμήχανα να γίνω εκείνο που ψάχνεις και να μείνω εγώ που γνωρίζεις. Τι να σκέφτεσαι όταν χαμογελάς;  Ύστερα με κοίταξες και χαμογέλασες ξανά σαν να ήσουν ερωτευμένη. Ο έρωτας καμιά φορά είναι εκείνο το αμήχανο αστείο που έκανα για να γελάσεις, να μην προσέξεις πως σ’ αγαπάω. Το μπαλκόνι του σπιτιού σου ήταν πολύ ψηλά. Πώς και δεν είχαμε ανέβει ποτέ εδώ; Σκεφτόμουν πως μάλλον έφταιγε η θεια σου. Ή η ποίηση που θέλει συνέχεια να βλέπεις τριγύρω σου και την παραμικρή σπιθαμή του κόσμου. Την αράχνη που πλέκει τα νήματα της σαν τις μοίρες την κάνει γυναίκα να ξαπλώνει στην αιώρα του Μπάτη.  Όσο σε κοιτάζω τόσο πιο όμορφη μου φαίνεσαι. Έβαλες το χέρι σου πάνω στο δικό μου και τ’ αστέρια άστραψαν και η καρδιά μου αναπήδησε. Κι ας με κοιτούσαν τα μάτια σου ζαλισμένα απ’ τον έρωτα «Χάνονται οι αγάπες» μου είπες. Σε κοίταξα και σκέφτηκα τι θα πει να είσαι άντρας, και θυμήθηκα τ’ αστεία σου και το γέλιο σου. Θυμήθηκα να με πνίγεις στη θάλασσα, να μου χύνεις το νερό μου όταν το πίνω και να θυμώνω, να μου φωνάζεις όταν σε πειράζω.
«Όχι η δική μας».

Τρίτη 15 Μαΐου 2012

Μια χάρη


Έδεσα τα χέρια μου σ ’ένα κατάρτι ,
στις τρικυμίες να με σύρει,
να μάθω τι θα πει να ζεις.
Κι έσφιγγε ο κόμπος στα χέρια μου και πονούσα,
μα δεν άφηνα τον πόνο να τρέξει στο σώμα μου.
Από αδυναμία να τρέξει.
Και φώναζα σ αγαπώ στη θάλασσα,
λες και ξέρω δα τι σημαίνει
Μόνο τον εαυτό μου αγαπούσα λέει.
Ποτέ πραγματικά τίποτες.
Κι όσο έσφιγγε ο κόμπος έκλαιγα, μα η καταιγίδα με σκέπαζε, να βρέχει
να μην γνωρίζω αν ζω ή αν με ζει ο κόμπος στο κατάρτι.
"Πονάω" φώναζα όταν κούναγαν τα κύματα στα πέλαγα τα σπασμένα
Κι έσφιγγε ο κόμπος κάθε φορά που έλεγα τη ζωή πως αγαπάω,
Κάθε φορά που έλεγα πως φτιάχτηκα για κύματα και θάλασσες μεγάλες
Κι έπλεκε ο αέρας τα μαλλιά μου σημαία να με φυλάξει.
Σε ένα βράδυ απ' την αγάπη μου τον έσπασα και βούτηξα στη θάλασσα
Να με καταπιεί το κύμα
Σαν έπρεπε να πεθάνω
Για να ζήσω
Χαλάλι ας ελευθερωθώ
Κι ας σ’ αγαπάω.

Σκιά


Είναι τις ώρες τις πρωινές που μ’ αναπολεί ο θάνατος
Να χτίζω τα πατζούρια του σπιτιού μου πάνω στο φως
Που αργοχαράζει
Θα περάσουνε άραγες τούτες οι μέρες
Ή κρεμασμένοι θα μείνουμε σε τούτο το σκοινί για πάντα
Ηθοποιοί και γιοι και αφέντες και ιππότες
Εραστές της ζωής σε μια χαραμάδα της νύχτας.
Μόνο τα βράδια με πιάνει και κλαίω για τη ζωή που γυρίζει
Κι ας μην γυρίσει ποτέ.
Και γράφω σαν το κλάμα να κόβει τις λέξεις χαρταετούς
Ο αέρας να τους πάρει στα σύννεφα
Στους ουρανούς τους πεφωτισμένους
Σ’ ένα χάραμα
Σκυφτός να γράφω
Την καταδίκη.

Κυριακή 13 Μαΐου 2012

Το Κρίμα


Φούσκωναν και ξεφούσκωναν τα πανιά σαν ν’ ανάσαιναν οι πίγκοι από μακριά της. Ένα ζευγάρι ροζιασμένα χέρια άδραξε τα κίτρινα χόρτα , τη ζωή τους που ήπιε σταγόνα  ο Αυγουστιάτικος ήλιος, να γύρει μήπως και η ματιά της φτάσει κοντύτερα στη θάλασσα. Τίποτες. Υπάρχει λόγος που ο Θεός μας έδωσε πόδια κι όχι φτερά.

Κοίταξε ψηλά τη σιωπή. Κι εκείνη της σφάλισε τα μάτια, μην τα τσουρουφλίσει το καλοκαίρι. Κανείς δεν κλαίει σε τούτο το νησί. Σαν κάποιος αμαρτία να βάφτισε τα δάκρυα και από φόβο μην πληγώσουν το όνομα του Κυρίου που γέρνει απ’ όρμο σ’ όρμο να φρουρεί τη θάλασσα, δίπλα του κουρνιάζουν να γονατίσει ο πόνος το ανάστημά τους.

Εκείνη στεκότανε όρθια πάντοτες κι ας χτυπούσαν τα γόνατά της της ζωής οι τύψεις, το βίος σακί κι ας κουβάλαγε βάρος, απάνουκάτω στο νησί να το θαυμάσουν οι γειτόνοι πατεράδες να λαμπιρίζει στον ήλιο ιδρωμένο. Τα χείλη δάγκωνε μονάχα κι από μικρή δυο καφετιές γραμμές είχαν καταχωνιαστεί ανάμεσα τους. «Γιάτρα κατά δω και θα σε κυνηγήσω με την παντόφολα» της φώναζε η θεια της κι εκείνη κρυβόταν πίσω από τα ξύλα του χειμώνα και φώναζε «Ό, τι θέλω θα κάνω». Και ξανά. Και σαν μεγάλωσε και της φώναζε η ζωή, έδινε την ίδια απάντηση. Μα σαν έψαχνε κείνα τα ξύλα να καλύψει τη γύμνια της τα καιε ο ήλιος φωτιά, οι αναθυμιάσεις σεργιάνι να κάνουν στο χωριό, παραισθήσεις να γεννήσουν.

Ερχόταν από γενιά γυναικών άτρωτες, σκληρές, σαν τις ελιές που μορφαίνουν τον τόπο. Τρυφερές σαν τους καρπούς τους, πιστές όπως οι ρίζες στο χώμα, μ’ ένα νήμα βαθύ που κόβεται με τη ζωή τους. Κι ίσως μήτε και τότε. Κάτω από τούτο τον τόπο θάβονται, να φάει το αλάτι τα μάτια τους, να θρέψει το αίμα τους γιούς και τους αφεντάδες του τόπου. Και σαν τις ελιές που ορθώνονται απ’ τις ρίζες τους αγέρωχα και σκυφτά να καθρεφτίσουν τη γη που τις γέννησε, έτσι και στο πρόσωπο της, όλα απλωμένα σαν χάρτης αδιάβαστος: η σκληράδα του χρόνου, της μάνας, της κόρης, της τιμής και της αξίας που σαν αρρώστια ασπρίζει τα κεφάλια το ένα μετά το άλλο παρθένα.

Είχε μαύρα μαλλιά κι η θέρμη τα ζέσταινε να βράσουν από κάτω οι σκέψεις. Κοίταξε τη θάλασσα απουκάτω που ήταν απλωμένη. Μια βουτιά μακριά, ο γκρεμός κι ύστερα το τίποτα το γαλάζιο. Κι ήταν όμορφη. Όλες οι γυναίκες του χωριού ήταν όμορφες, είχαν εκείνη την άγρια, ακατανόητη ομορφιά που έχουν τα αγρίμια. Δεν ήταν μυστήριες, μα η αρσενικότητα τους έκρυβε κάτι το ελκυστικό και το επικίνδυνο.

Σήκωσε τα πανωφόρια της να φανούν τα πόδια της να τα κοιτάξει ο Θεός και ν’ αμαρτήσει. Για κάποια πράγματα δεν υπάρχει συγχώρεση. Όχι από τον Κύριο τον επιούσιο, εκείνος συγχωρεί τα πάντα, λιβάνι φτάνει να καίει, η μυρωδιά να αλωνίζει τις εικόνες, να σμίγει  τα πάθη σε ένα ντελίριο, αλλά από τον άνθρωπο τον αλληλέγγυο. Τα δικά του τα πάθη, ασυγχώρητα. Ένας σταυρός στην αθανασία, ένας περίπατος στην άσφαλτο που τσουρουφλίζει, στην κόλαση που αναστενάζει ως τη θάλασσα, στον Ιούδα που περιμένει ακόμη ένα φιλί χαμογελαστός κι ανίερος, απ’ τα κλαδιά των ελιών που κρέμεται περιμένοντας ο Κύριος να τον προδώσει πίσω.

Ξαπλωμένη στη γη που τη γέννησε ούρλιαξε ν’ ακουμπήσει τα βουνά, σαν γυναίκα. Τη φωνή της κατάπιαν οι τζίτζικες και τα πουλιά.  Η φύση τη σκέπασε και σε ένα στιγμιαίο χρόνο, γύρω της ξανάγινε καλοκαίρι κι εκείνη αγνοήθηκε. Κανείς δεν κλαίει σε τούτο το χωριό.

Αναστέναξε, να θυμηθεί το σύμπαν τη φωνή της. Μόνο εκείνη τη φωνή θυμάται το σύμπαν. Εκείνη που μας κάνει Θεούς. Που περνούν γενιές τούτου του τόπου πεθαμένοι κουτοί, γεννημένοι σκλάβοι ν’ ακούνε τον γλάρο ν’ αρπάει το ψάρι και να τους φωνάζει η ελευθερία να αγαπήσουν κι εκείνοι να προσκυνάνε την τιμή, την κατάρα που ακολουθεί εμάς τους ανθρώπους, την «υπόληψη» άγραφο χαρτί που γράφουμε τ’ όνομα μας να κολλήσουν καταδίκη οι «άλλοι» χαρτόσημα τις πράξεις μας.

Περπάτησε το λόφο να βρει το σπίτι της λευκό, να την περιμένει ορθάνοιχτο. Και ποιος όρισε εκείνο το διάβολο την αμαρτία να τον προσκυνήσω; Ήταν παιδί και της δένανε τα φουστάνια να γίνουν ένα με το κορμί της, να σκληρύνει η μέση της κολόνα να σηκώσει σπίτια και άντρες στους ώμους της. Παιδιά αγρίμια, όπως κι εκείνη να τα πάρει η θάλασσα με δάκρυα άκλαυτα, χαρακιές να γίνουν στα μάτια της. Κανείς. Κι έτσι φίλησε τον Ιούδα. Ηδονικά μην και κοπεί η ανάσα της απ’ τα ζωνάρια που τη δένουν σε τούτο το μέρος που το αγαπά φυλακή με το αίμα της.

Πατώντας το κεφαλόσκαλο ακουγόταν ο θάνατος απ’ τα πατζούρια. Έτρεχε η τιμή η λαβωμένη να καταγγείλει το αγρίμι που διάλεξε το φεγγάρι από τα νυσταγμένα κρεβάτια. Κι ας με σκότωναν. Τώρα ξέρω τι φωνή έχει ο Παράδεισος. Ξέρω, γιατί του έδωσα τη δική μου. Εκείνο που ακούω όταν σέρνεται η καρδιά μου ανασαίνοντας. Όχι έτσι. Έτσι όπως το διάλεξε ο πίθηκος που μας μετάλλαξε σε ανθρώπους. Μια υποταγή σε αυτό που νιώθω και σε τίποτα άλλο. Είμαι άνθρωπος, , ελεύθερη είμαι και σκέφτομαι και ανασαίνω, και πεθαίνω κάθε μέρα. Μα τη μέρα που ο θάνατος θα μου φιλήσει τα βλέφαρα θα δοθώ  σε σένα που με γέννησες, χαμογελώντας. Έζησα ευτυχισμένη ακούγοντας τον Παράδεισο να μου κρένει όπως κανένας, να μου κλαίει με τον ήλιο να στεγνώνει τα μάτια του.

Γιατί μας δόθηκε το σώμα τότες; Για τον ίδιο λόγο που μας δόθηκε το κρασί. Ή για κείνον που έδωκεν ο κόσμος το τσόφλι στα σαλιγκάρια να έρπονται ανάμεσα απ’ τις πέτρες μέχρι το φως να στεγνώσει τη ζωή απ’ τα σπλάχνα τους. Γιατί μας δόθηκε η ηδονή; Πάθος να γίνεται να ποτίζει το σώμα με μνήμες μην μείνει κουφάρι νηφάλιο αίμα και χώμα και νερό να φωνάζει η ψυχή του τα τραγούδια του τόπου του τζίτζικα, του Αυγερινού τα μουρμουρητά ν’ ακούσει.

Περπάτησε στο κατώφλι σκυφτά, σκιρτά, περήφανα.

Έφευγαν οι πίγκοι από μακριά της και τη χαιρετούσαν.

Και μ’ ένα αντίο στη μάνα της την Πούλια και τη θάλασσα την μοιροκλέφτρα έβαλε τα δυο της χέρια να σκεπάσει η ντροπή κι ο έρωτας το κρίμα πάνω απ’ τη κοιλιά της.

Δευτέρα 7 Μαΐου 2012

Χωρισμός

Πατρίδα μου,
κι έρωτα μου μεγάλε,
ενα μικρό κοριτσάκι έισαι που παίζει με τις πλεξούδες του,
που τρέχει να γδάρει τα γόνατα του
κι όλη μου η αγάπη δεν φτάνει να σε μαζέψει,
πως είναι να μεγαλώνεις να σου μάθει
δεν φτάνει.
Περπατάς εκεί που αίμα τρέχει ανάμεσα απ´ τα πόδια σου
και φοβάσαι.
Ποιός να σε προσέξει,
ορφανή που έμεινες.
Όλοι σε λυπούνται πατρίδα.
Που θα καταλήξει ετούτο το παιδάκι;
Τη φτήνια τους πετούν να σκεπάσει τη φτώχια σου,
όχι εκείνη απ´ τα ρούχα σου που κρέμεται τα σκισμένα
εκείνη της ψυχη σου.
Δεν ξέρω πως τολμάω και κλαίω
εγώ που σ' άφησα πατρίδα.
Έβλεπα το αίμα να τρέχει να φτάσει στους αστραγάλους
κι έλεγα
δεν είναι τούτο το παιδί δικό μου
κι ας ειναι τα ορφανά, των κήπων, των σπιτιών και των παιδιών παιδιά μας.
Το παρελθόν αγάπησες πατέρα
και μάνα να σε βυζάξει.
Δεν μου άπλωσες το χέρι πατρίδα, μόνο τραγουδούσες
ένα κοριτσάκι, έτσι περνάει τον πόνο της.
με τραγούδια θεάματα,
κι εγώ δάκρυα πρόσμενα φωτιές
δεν φθήνομαι εγώ για τούτο το παιδί
όπως κανείς
ξυπόλυτο γυρνάει
κι απ' τα χέρια μου καρφώνει
που αλλού κοιτάνε
δυο άκρες βελονιών
στα μάτια του.


Πέμπτη 3 Μαΐου 2012

Ταυτότητα

Μια βάρκα που πάλεται στο νερό,
τα χάδια σου.
Ο ήλιος των ματιών σου ο κριθαρένιος το σώμα που αμαυρώνει
χρυσαφένιο,
ένα φίλημα.

Στους λόφους σκαρφαλώνουν
τ'ασπράδια τα σπίτια σαν παιδιά
με ανοιχτά παράθυρα γαλάζια
να ορμάει μέσα ο ουρανός,
το σεριάνι.

Κι ένας ήχος.
Θα ναι ο ήλιος που πλαένει στα φύλα
που βουτάει στη θάλασσα
να δροσίσει τον έρωτα
μια χούφτα σύκα σκόρπια στην ποδιά σου
την καφετένια,
τα μάτια σου.

Δεν την ακούς τη Σύβαρης, που ανασταινάζει
με τους Ζεφύρους σαν μιλάς,
τις μαΐστρες και τα κουντρίνια
που ανασαίνουν στους καϊμούς τους όρμους σου
τον αγέρα.

Μυρίζουν οι βασιλικοί. Λιποτάκτες.
Δεν είναι μέθεξη τούτο το ποίημα.
και σκύβει ο Χριστός να τον αγιάσουν τα δάκρυα
των χειλιών σου
να τον βαφτίσουν σπιρί και χώμα ν'αναστηθεί
μωρό νυφάλιο στα στήθια σου.

Παραπάτησε η αστροφεγγιά και γεννήθηκες
και μες στα βλεφαρίσματά σου
τρυγούν του Αυγούστου τους καρπούς
σμαράγδια, οι νύμφες,
η αγκαλιά σου

Παράδεισε απών, η αγάπη σου
ένας σταυρός να κουβαλάει πρόκες τη θάλασσα μαζί του
να μη σε ξεχάσω παιδί κι ας ήμουν
παιδί πάντα για σένα θα μείνω
ξυπόλυτο

Κι ας πεθαίνω μακριά σου,
ποίημα ποιημάτων και νησί των νησιών
εσύ, κρασί των Θεών να μεθούν οι μέλισσες
είσαι
νεκροταφείο της ζωής μου
οι περασμένες οι σκέψεις μου
πάντοτε να γυρνούν παντοτινά σε σένα
μεγανήσι.